Της πρώτης αγάπης
Mέλι με μέλι
γεμίζει η καρδιά
γεμίζει η καρδιά
με γλύκα της αγάπης
Με στάρι με στάρι
και φύλλα κίτρινα
με φύλλα κίτρινα
χαϊδεύω το κορμί σου
Στης μέρας το πέρας
να λούσω το κορμί σου
θα λούσω το κορμί σου
με της βροχής ριπές
Της πρώτης αγάπης
σταφύλι ροζακί
σταφύλι ροζακί
η γεύση του φιλιού σου
Σμύρνης τραγούδι
Σμύρνης τραγούδι και καημός
στο σπίτι μας απόψε
ούτι, μπουζούκι ,ταμπουράς
θυμάται απόψε ο ντουνιάς
Τραγούδι , μέθη και κρασί
κι η νιότη μας μια σκέψη
κουβάρι ο χρόνος δεν αργεί
τον μίτο να ξεμπλέξει
Πόλης καπνός στο φτωχικό
και ρήμες π’ απανθίζουν
μάνες π’ αρνιούνται λογισμό
μνήμες απ’ τον ξεριζωμό
Πατρίδα μου Ελλάδα
Κρητικέ λεβέντη
στων βράχων τις φωλιές
στου Ψηλορείτη της κορφές
Θρακιώτη αϊτέ
των καραβιών μπροστάρης
ακρίτας , καβαλάρης
Πατρίδα μου , Ελλάδα
πατρίδα μου , μητέρα
κύματα τ’ Αιγαίου
Μακεδονίας χώμα
Λαρισινέ πουνέντε
σπαρτά της ευφορίας
παλίρροια ευδοκίας
Πελεππονήσου βλέμμα
στης Αρκαδίας βράχια
του Ταίναρου κατάρτια
Γεφύρια αγεφύρωτα
Στου πρωινού την αγκαλιά
στου δειλινού την σχόλη
όνειρα μένουν στα σκαριά
κι ο αγώνας δεν τελειώνει
Γεφύρια αγεφύρωτα
αλάνες μες τις πόλεις
φαντάροι μέσα στο χακί
γλεντοκοπάν με το ρακί
Πετρόχτιστα σπιτάκια
κι η φτωχιά από κοντά
άνθρωποι δείχνουν ρότα
χωρίς φανούς και φώτα
Στου φεγγαριού , μια πινελιά
σε έναν καμβά στημένο
στης θάλασσας την αγκαλιά
καράβι , τσακισμένο
Ιερόδουλες
Ξενοδοχείο παλιό , φθαρμένα σεντόνια
Η ίδια κολόνια , αγγίζει το σώμα
Αγάπη μιας ώρας , στα ίδια στασίδια
Της νιότης παλίρροια ,στ ‘ανέραστο στρώμα
Κορμί που γερνάει , ταμπέλες που σβήσαν
Ψυχές που νικήσαν , των πόθων πορεία
Βλογιά κατοπτρίζει , τις ίδιες φιγούρες
Γυρίζουν σαν σβούρες , στης δύσης ευθεία
Ιδρώτας
Ιδροκοπώ μες το λιοπύρι
ψωμί το στάχυ να γενεί
να φάν’ οι δούλοι απ’ τον κύρη
το ευχαριστώ , να ακουστεί
Τρύγησα αμπέλι μες την ζέστη
κρασί στυφό για να το πιουν
ο νοικοκύρης και όλοι οι φίλοι
με ευωδιές να ευφρανθούν
Μα όταν διψάσω δεν θ’ αργήσει
νεράκι γάργαρο να πιω
κι αν το κορίτσι μου ζητήσει
φιλί στο στόμα , δροσερό
Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009
Κυριακή 21 Ιουνίου 2009
Ποίηση - Μάιος/Αύγουστος 2009
Αεί
Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά
Αεί χαρές
στις μοίρες των καιρών , λαβωματιά
θολές ματιές
στ΄ ολόχρυσο φεγγάρι , συννεφιά
Δούλος αέρας , στείρος αιθέρας
στρατιώτης λιποτάκτης , της στιγμής
Δούρειος ίππος , καρδιάς σου χτύπος
στον δρόμο της ζωής , π’ ακολουθείς
Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά
Αεί φωνές
π’ ακούγονται στην χάση , μιας ζωής
απείρου πέρας
στο φως της κορυφής , μας οδηγείς
Άγγελοι κι αγγελάκια
Σε μια ‘κκλησιά στην Νιο
γλυκοχαράζει η αυγή
βαρκούλα με πανί
της μάνας η ευχή
Στα ανοιχτά της Νιο
λαγοκοιμάται η ψυχή
ήλιος και θαλπωρή
και πέλαου ιαχή
Άγγελοι κι αγγελάκια
χορεύουν στα βαρκάκια
μπουνάτσες δεν φοβούνται
τον έρωτα τους ζούνε
Μούσες και φεγγαράκια
βολτάρουν τα βραδάκια
μποφόρια αγκαλιάζουν
έρωτα , μέλι , στάζουν
Απ’ τον Μιστρά , ψηλά
βλέμμα ‘γναντεύει μακριά
όνειρο μα και ξεγνοιασιά
στού πρωινού την ροδαλιά
Αγώνας κι όπου βγει
Παλιοί συμμαθητές
αιώρες αδειανές
της αγκαλιάς το ακρογιάλι , αποζητούν
Τα όνειρα τρανά
μαχαίρια κοφτερά
σε κάποιας γης λιμάνι , θα θαφτούν
Πελώρια κενά σε άδεια αγκαλιά
ατίθασα κορμιά στου πόθου την λαλιά
Ανέλπιστοι ουρανοί και μία στείρα γη
απρόσιτοι καιροί σ΄ένα στενό κελί
Αιώνες βλοσυροί
στου χρόνου την σκεπή
με αποκούμπι την ορμή , δεινού καιρού
Αγώνας κι όπου βγει
πάλη για το ψωμί
με μετερίζι την ψυχή , ενός παιδιού
Ποιητής του δρόμου
Ποιητής του δρόμου , ζηλωτής του χρόνου
Απόντιστος σε θάλασσες μαβιές
Πορθητής του πόθου , τηρητής του όρθου
Προσκυνητής σ’ ανέλπιστες χαρές
Ποτάμι που κυλάει
Μες την ρωγμή της ζήσης
Μ’ αισθήσεις αναβλύζει
Τον ερχομό της δύσης
Ζητητής προόδου σε καιρό εφόδου
Αβάπτιστος σε πέλαγα αβαθή
Τιμονιέρης κλήρου , λαουτιέρης δρόμου
Ταξιθέτης σε μια έμπεδη ζωή
Φορεμένη ήβη
Ξανθό το χώμα
Καρπός σταριού στο απομεσήμερο
Κατακαλόκαιρο , πάνω
απ’ την στέγη του σπιτιού μου
Πικρή βροχή
Μουσκεμένη φανέλα στο κορμί σου
Ήβη φορεμένη
στης θάλασσας το κύμα , κολυμπάει
Αδούλωτος λαός
Πορφύρα αντανακλά παντού
Στα σοκάκια της ψυχής
παίζουνε τάβλι οι αγύρτες
Δακρυσμένη γη
Αγροτιά χωμένη στο λιοπύρι
Δύο σπίθες δίνουν το φωςστης νύχτας την απρόσωπη σκιά
Άγγιγμα θεικό
Η κάμαρα του πρωινού , αγγίζει την θάλασσα
το φως του δειλινού , αλφαβητάρι της καρδιάς μου
Ο παφλασμός του κύματος , ηχεί μες τα αυτιά μου
καράβι σαπιοκάραβο , Παναγιά μου Παντάνασσα
Το πρώτο φως του ήλιου , σκίρτημα του έρωτα
το άγγιγμα σου θεϊκό , για τέρψη της αφής μου
Το σώμα που λικνίζεται στον κύκλο της ψυχής μου
Μπρούσκο κρασί μες το ποτήρι ,φιλί μου στα πέρατα
Βρε δεν βαριέσαι
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
για αύριο έχουμε φαΐ
θα ακούσω ειδήσεις στην TV
και βέβαια κι άλλα συναφή
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
Χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά
Ο Νίκος με την Μαίρη
ο Πάνος με ποια βγαίνει
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
μαζί σας δεν συνωμοτώ
Ο Κώστας είναι γκέι
η Λούση δεσμευμένη
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
σας έχω γράψει από καιρό
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι ας κάνω και τον χουβαρντά
Στοίχημα Τζόκερ κι όλα αυτά
με σήκωσαν τον κουμπαρά
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά
Το σκιάχτρο
Το σκιάχτρο του χωριού ξεστράτισε μια μέρα
Κι έπειτα ΄πέσαν απειλές στον άμοιρο πατέρα
Δώσε τριάντα που χρωστάς κι εμείς κάνουμε χάρη
Δεν θα το πούμε δεξιά να πάρουνε χαμπάρι
Μα ο γονιός καλά κρατεί ξέρει την φαμελιά του
Παιδί δεν αποστρέφομαι λέει με την λαλιά του
Δεν ταλαντεύεται πολύ κι αντί να χαστουκίσει
Σκάβει το λάκκο τον βαθύ , στων αιρετών την ρήση
Είμαι περήφανος βρε σεις , δικό μου το καμάρι
Των αφεντιών σας τις ριπές ,δεν τις λυγά κλωνάρι
Ηλιόλουστη θεά
Ηλιόλουστη ολόγυμνη θεά
στις θάλασσες του πέραν κολυμπάς
τις μούσες τις νεράιδες συναντάς
στις ανεμώνες του βυθού
στις φλέβες του επίγειου νερού
Πλανεύτρα μαγεμένη ερημιά
κορμί που θα σου δίνει η μοναξιά της
μετάξι κεντημένο στην καρδιά της
πανσέληνο με άστρα λαμπερά
ποτήρι στολισμένο με δροσιά
Ανέγγιχτη γοργόνα του γιαλού
ο άνεμος αγγίζει την υφή σου
με τσακισμένη την ορμή σου
στις συμπληγάδες των καιρώνάβατο πάθος μέθ’ υμών
Αναπνέω ελευθερία
Αναπνέω ελευθερία…εδώ….εκεί…παντού
στα χωράφια……στους πορτοκαλεώνες
που μόλις άνθισαν
Αναπνέω ελευθερία. ….στης γης την ερημιά
στους κάβους που χτυπήθηκαν
από ελεγεία καιρών
Ζω σε κορμί , π’ ακροβατεί
στους πόθους του καλοκαιριού
Πνοή μου ……ψυχή μου εσύ
φεγγάρι απόρθητο Μαγιού
Αγγίζω τον έρωτα…εδώ...εκεί…παντού
σε γερακίσιες φωλιές
θα ζω ελεύθερος
Αγγίζω τον έρωτα , με σκέψης διώμα
κι από των κογχυλιών λαλιά
γαλάζια βάφεται η ηχώ
Ιθάκης πηγαιμός
Χρόνοι δέκα , στης Ιθάκης πηγαιμό
με μια ψαρόβαρκα μπαταρισμένη ,τρύπια
δικαιοσύνης ήλιο έψαχνα να βρω
κι έγινα έρμαιο στων Λαιστρυγόνων , δίχτυα
Σμπαράλι η βάρκα , μα η ψυχή κρατά
αυτή μερίζει το μηδέν απ’ τα πολλά
Όνειρα , θάλασσες μα θέλει τσαμπουκά
Γερά θεμέλια και τσαγανό μπροστά
Μήνες οχτώ κι ούτε δεν πρόλαβα να δω
στων Συμπληγάδων τις σχισμές , να ξεχωρίσω
Ψάχνω το δόρυ να νικήσω τον εχθρό
Κι αν δεν το βρω , αυτή την γη μου να ορίσω
Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά
Αεί χαρές
στις μοίρες των καιρών , λαβωματιά
θολές ματιές
στ΄ ολόχρυσο φεγγάρι , συννεφιά
Δούλος αέρας , στείρος αιθέρας
στρατιώτης λιποτάκτης , της στιγμής
Δούρειος ίππος , καρδιάς σου χτύπος
στον δρόμο της ζωής , π’ ακολουθείς
Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά
Αεί φωνές
π’ ακούγονται στην χάση , μιας ζωής
απείρου πέρας
στο φως της κορυφής , μας οδηγείς
Άγγελοι κι αγγελάκια
Σε μια ‘κκλησιά στην Νιο
γλυκοχαράζει η αυγή
βαρκούλα με πανί
της μάνας η ευχή
Στα ανοιχτά της Νιο
λαγοκοιμάται η ψυχή
ήλιος και θαλπωρή
και πέλαου ιαχή
Άγγελοι κι αγγελάκια
χορεύουν στα βαρκάκια
μπουνάτσες δεν φοβούνται
τον έρωτα τους ζούνε
Μούσες και φεγγαράκια
βολτάρουν τα βραδάκια
μποφόρια αγκαλιάζουν
έρωτα , μέλι , στάζουν
Απ’ τον Μιστρά , ψηλά
βλέμμα ‘γναντεύει μακριά
όνειρο μα και ξεγνοιασιά
στού πρωινού την ροδαλιά
Αγώνας κι όπου βγει
Παλιοί συμμαθητές
αιώρες αδειανές
της αγκαλιάς το ακρογιάλι , αποζητούν
Τα όνειρα τρανά
μαχαίρια κοφτερά
σε κάποιας γης λιμάνι , θα θαφτούν
Πελώρια κενά σε άδεια αγκαλιά
ατίθασα κορμιά στου πόθου την λαλιά
Ανέλπιστοι ουρανοί και μία στείρα γη
απρόσιτοι καιροί σ΄ένα στενό κελί
Αιώνες βλοσυροί
στου χρόνου την σκεπή
με αποκούμπι την ορμή , δεινού καιρού
Αγώνας κι όπου βγει
πάλη για το ψωμί
με μετερίζι την ψυχή , ενός παιδιού
Ποιητής του δρόμου
Ποιητής του δρόμου , ζηλωτής του χρόνου
Απόντιστος σε θάλασσες μαβιές
Πορθητής του πόθου , τηρητής του όρθου
Προσκυνητής σ’ ανέλπιστες χαρές
Ποτάμι που κυλάει
Μες την ρωγμή της ζήσης
Μ’ αισθήσεις αναβλύζει
Τον ερχομό της δύσης
Ζητητής προόδου σε καιρό εφόδου
Αβάπτιστος σε πέλαγα αβαθή
Τιμονιέρης κλήρου , λαουτιέρης δρόμου
Ταξιθέτης σε μια έμπεδη ζωή
Φορεμένη ήβη
Ξανθό το χώμα
Καρπός σταριού στο απομεσήμερο
Κατακαλόκαιρο , πάνω
απ’ την στέγη του σπιτιού μου
Πικρή βροχή
Μουσκεμένη φανέλα στο κορμί σου
Ήβη φορεμένη
στης θάλασσας το κύμα , κολυμπάει
Αδούλωτος λαός
Πορφύρα αντανακλά παντού
Στα σοκάκια της ψυχής
παίζουνε τάβλι οι αγύρτες
Δακρυσμένη γη
Αγροτιά χωμένη στο λιοπύρι
Δύο σπίθες δίνουν το φωςστης νύχτας την απρόσωπη σκιά
Άγγιγμα θεικό
Η κάμαρα του πρωινού , αγγίζει την θάλασσα
το φως του δειλινού , αλφαβητάρι της καρδιάς μου
Ο παφλασμός του κύματος , ηχεί μες τα αυτιά μου
καράβι σαπιοκάραβο , Παναγιά μου Παντάνασσα
Το πρώτο φως του ήλιου , σκίρτημα του έρωτα
το άγγιγμα σου θεϊκό , για τέρψη της αφής μου
Το σώμα που λικνίζεται στον κύκλο της ψυχής μου
Μπρούσκο κρασί μες το ποτήρι ,φιλί μου στα πέρατα
Βρε δεν βαριέσαι
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
για αύριο έχουμε φαΐ
θα ακούσω ειδήσεις στην TV
και βέβαια κι άλλα συναφή
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
Χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά
Ο Νίκος με την Μαίρη
ο Πάνος με ποια βγαίνει
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
μαζί σας δεν συνωμοτώ
Ο Κώστας είναι γκέι
η Λούση δεσμευμένη
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
σας έχω γράψει από καιρό
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι ας κάνω και τον χουβαρντά
Στοίχημα Τζόκερ κι όλα αυτά
με σήκωσαν τον κουμπαρά
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά
Το σκιάχτρο
Το σκιάχτρο του χωριού ξεστράτισε μια μέρα
Κι έπειτα ΄πέσαν απειλές στον άμοιρο πατέρα
Δώσε τριάντα που χρωστάς κι εμείς κάνουμε χάρη
Δεν θα το πούμε δεξιά να πάρουνε χαμπάρι
Μα ο γονιός καλά κρατεί ξέρει την φαμελιά του
Παιδί δεν αποστρέφομαι λέει με την λαλιά του
Δεν ταλαντεύεται πολύ κι αντί να χαστουκίσει
Σκάβει το λάκκο τον βαθύ , στων αιρετών την ρήση
Είμαι περήφανος βρε σεις , δικό μου το καμάρι
Των αφεντιών σας τις ριπές ,δεν τις λυγά κλωνάρι
Ηλιόλουστη θεά
Ηλιόλουστη ολόγυμνη θεά
στις θάλασσες του πέραν κολυμπάς
τις μούσες τις νεράιδες συναντάς
στις ανεμώνες του βυθού
στις φλέβες του επίγειου νερού
Πλανεύτρα μαγεμένη ερημιά
κορμί που θα σου δίνει η μοναξιά της
μετάξι κεντημένο στην καρδιά της
πανσέληνο με άστρα λαμπερά
ποτήρι στολισμένο με δροσιά
Ανέγγιχτη γοργόνα του γιαλού
ο άνεμος αγγίζει την υφή σου
με τσακισμένη την ορμή σου
στις συμπληγάδες των καιρώνάβατο πάθος μέθ’ υμών
Αναπνέω ελευθερία
Αναπνέω ελευθερία…εδώ….εκεί…παντού
στα χωράφια……στους πορτοκαλεώνες
που μόλις άνθισαν
Αναπνέω ελευθερία. ….στης γης την ερημιά
στους κάβους που χτυπήθηκαν
από ελεγεία καιρών
Ζω σε κορμί , π’ ακροβατεί
στους πόθους του καλοκαιριού
Πνοή μου ……ψυχή μου εσύ
φεγγάρι απόρθητο Μαγιού
Αγγίζω τον έρωτα…εδώ...εκεί…παντού
σε γερακίσιες φωλιές
θα ζω ελεύθερος
Αγγίζω τον έρωτα , με σκέψης διώμα
κι από των κογχυλιών λαλιά
γαλάζια βάφεται η ηχώ
Ιθάκης πηγαιμός
Χρόνοι δέκα , στης Ιθάκης πηγαιμό
με μια ψαρόβαρκα μπαταρισμένη ,τρύπια
δικαιοσύνης ήλιο έψαχνα να βρω
κι έγινα έρμαιο στων Λαιστρυγόνων , δίχτυα
Σμπαράλι η βάρκα , μα η ψυχή κρατά
αυτή μερίζει το μηδέν απ’ τα πολλά
Όνειρα , θάλασσες μα θέλει τσαμπουκά
Γερά θεμέλια και τσαγανό μπροστά
Μήνες οχτώ κι ούτε δεν πρόλαβα να δω
στων Συμπληγάδων τις σχισμές , να ξεχωρίσω
Ψάχνω το δόρυ να νικήσω τον εχθρό
Κι αν δεν το βρω , αυτή την γη μου να ορίσω
Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009
Ποίηση - Ιανουαριος / Απρίλιος 2009
Ήλιος , ό χρόνος δεν γυρνά
Αρχάγγελος διαβαίνει , στου δήμιου φωλιά
στήνει ένα καρτέρι , να πιάσει τα δεινά
έχει φτερά στα πόδια , και αστραπή ματιά
στου άνεμου παντιέρα , ο χρόνος δεν μετρά
Ήλιος , ο χρόνος δεν γυρνά
στων στεναγμών την σαϊτιά
φεγγάρι ,φως , στο πουθενά
δρόμοι σπαρμένοι ωσαννά
Ιούδας που μισεύει , σαν τιμωρός αυτού
προστάτης που χωλαίνει , σε βάραθρο κενού
ασπίδες που κρατάνε , τον όλεθρο μακριά
στου ορίζοντα το δόρυ , πολέμου φατριά
Κουβάρι κουβαράκι
Κουβάρι κουβαράκι
άνεμο ξετύλιγε
στην πρώρα του Μαγιού
μα αύρας το μελτέμι
με εμένα θύμωνε
Η πελαγίσια αλμύρα σου
και το γυμνό κορμί σου
μου στήσανε χορό
Μα σκαλιστή πορφύρα
σε ήλιου μια κηλίδα
με κίνησε να ρθώ
Να ρθώ να ξαποστάσω
και τον καιρό να αδράξω
Κουβάρι κουβαράκι
της λησμονιάς μου πάθος
σε σκήνωμα βουβό
μα τ' όνειρου η ανέμη
γαίας , απείρου , βάθος
Επικήδειος
Έφυγε για τ' αστέρια μου' πάνε
παιδί μικρό δέκα χρονών
δεν γνώριζα μα στο μυαλό μου
μια λέξη του μπαμπά παράπονο μου
Καλό ταξίδι στα ψηλά
στα στέκια τ'ουρανού νάσαι καλά
καλό ταξίδι η ευχή
στης απεραντοσύνης την σιγή
Μεγάλωσα κι έμαθα τι εστί
μνημόνια και λόγια τρανταχτά
με επικήδειους μιας δραχμής
να σπάν το φράγμα της σιωπής
Τα όνειρα χαράματα πονάνε
Τα όνειρα χαράματα πονάνε
λιθόστρωτες οι σκέψεις την αυγή
κι οι θύμησες στο ξέφωτο γερνάνε
μέσα στης ζήσης την βαθιά ρωγμή
Περπάτησα στο φως τ' αποσπερίτη
η άνοιξη της νιότης ...πεθυμιά
φεγγάρι είχα σπίτι σαν σπουργίτι
και έναν ήλιο , για απανεμιά
Σημάδια μου αλλάξανε την ρότα
κι ενός εταίρου χρόνου η σιωπή
μισόκλειστη της ερημιάς η πόρτα
που ρήμαξε στο κρύο στην βροχή
Ψυχή μου....Ελλάδα
Ψυχή πλημμυρισμένη από Ελλάδα
κι ένας αέρας στο έλεος , χαρταετών
πανί που ανέμιζε την στράτα μου
προς την συνάθροιση χαμένων ποιητών
Ψυχή ναυαγισμένη μες το κύμα
κάτω απ' τα ατίθασα σημεία των καιρών
θεμέλια που άλωσαν τα νιάτα μου
κάτω απ' την σκιά κατακτητών
Ψυχή μου χαραγμένη , σ΄ ένα διάβα
μες στις χαράδρες , σκλαβωμένων αετών
της δικαιοσύνης , μάζεψα κομμάτια μου
στο άχραντο φως των αστεριών
Η μοναξιά του τίποτα
Οι σκέψεις σκορπισμένες στον βυθό
και τα όνειρα μας μείνανε στην μέση
αλήθειες που βαδίζουν καθ΄όδον
σ' άδειο παγκάκι , γυρεύοντας μια θέση
Η μοναξιά του τίποτα
ξανά ζυγώνει
και το κορμί μου ακουμπά
και το παγώνει
Εικόνες τυλιγμένες σε χαρτί
και πεταμένες στα σκουπίδια άλλου κόσμου
μα πώς ν' αλλάξω του χρόνου την ροή
στις γειτονιές του παραδείσου , φως μου
Θαλπωρή
Ο ήλιος γέμιζε την θάλασσα με φως
Τα καλοκαίρια μπαινόβγαιναν στην καρδιά μου
Τα όνειρα άγγιζαν την ψυχή μου
Μια συννεφιά δειλή , παρέσερνε ο αγέρας
Το φύσημα της καρδιάς , ήχος στ’ αυτιά μου
Ο έρωτας της εφηβείας ξαναζεί
Με περηφάνια που δεσπόζει , περισσή
ξαναζούμε , τα πρώτα μας χρόνια
Η θαλπωρή της οικογένειας , αγγίζει την γενιά μου
Πέρασαν χρόνοι μα πάντα θα σ’ αγαπώ
Της μάνας μου στοργή , του πατέρα μου η σκέψη
αγκυροβόλι στον χειμώνα που θα‘ ρθεί
Αρχάγγελος διαβαίνει , στου δήμιου φωλιά
στήνει ένα καρτέρι , να πιάσει τα δεινά
έχει φτερά στα πόδια , και αστραπή ματιά
στου άνεμου παντιέρα , ο χρόνος δεν μετρά
Ήλιος , ο χρόνος δεν γυρνά
στων στεναγμών την σαϊτιά
φεγγάρι ,φως , στο πουθενά
δρόμοι σπαρμένοι ωσαννά
Ιούδας που μισεύει , σαν τιμωρός αυτού
προστάτης που χωλαίνει , σε βάραθρο κενού
ασπίδες που κρατάνε , τον όλεθρο μακριά
στου ορίζοντα το δόρυ , πολέμου φατριά
Κουβάρι κουβαράκι
Κουβάρι κουβαράκι
άνεμο ξετύλιγε
στην πρώρα του Μαγιού
μα αύρας το μελτέμι
με εμένα θύμωνε
Η πελαγίσια αλμύρα σου
και το γυμνό κορμί σου
μου στήσανε χορό
Μα σκαλιστή πορφύρα
σε ήλιου μια κηλίδα
με κίνησε να ρθώ
Να ρθώ να ξαποστάσω
και τον καιρό να αδράξω
Κουβάρι κουβαράκι
της λησμονιάς μου πάθος
σε σκήνωμα βουβό
μα τ' όνειρου η ανέμη
γαίας , απείρου , βάθος
Επικήδειος
Έφυγε για τ' αστέρια μου' πάνε
παιδί μικρό δέκα χρονών
δεν γνώριζα μα στο μυαλό μου
μια λέξη του μπαμπά παράπονο μου
Καλό ταξίδι στα ψηλά
στα στέκια τ'ουρανού νάσαι καλά
καλό ταξίδι η ευχή
στης απεραντοσύνης την σιγή
Μεγάλωσα κι έμαθα τι εστί
μνημόνια και λόγια τρανταχτά
με επικήδειους μιας δραχμής
να σπάν το φράγμα της σιωπής
Τα όνειρα χαράματα πονάνε
Τα όνειρα χαράματα πονάνε
λιθόστρωτες οι σκέψεις την αυγή
κι οι θύμησες στο ξέφωτο γερνάνε
μέσα στης ζήσης την βαθιά ρωγμή
Περπάτησα στο φως τ' αποσπερίτη
η άνοιξη της νιότης ...πεθυμιά
φεγγάρι είχα σπίτι σαν σπουργίτι
και έναν ήλιο , για απανεμιά
Σημάδια μου αλλάξανε την ρότα
κι ενός εταίρου χρόνου η σιωπή
μισόκλειστη της ερημιάς η πόρτα
που ρήμαξε στο κρύο στην βροχή
Ψυχή μου....Ελλάδα
Ψυχή πλημμυρισμένη από Ελλάδα
κι ένας αέρας στο έλεος , χαρταετών
πανί που ανέμιζε την στράτα μου
προς την συνάθροιση χαμένων ποιητών
Ψυχή ναυαγισμένη μες το κύμα
κάτω απ' τα ατίθασα σημεία των καιρών
θεμέλια που άλωσαν τα νιάτα μου
κάτω απ' την σκιά κατακτητών
Ψυχή μου χαραγμένη , σ΄ ένα διάβα
μες στις χαράδρες , σκλαβωμένων αετών
της δικαιοσύνης , μάζεψα κομμάτια μου
στο άχραντο φως των αστεριών
Η μοναξιά του τίποτα
Οι σκέψεις σκορπισμένες στον βυθό
και τα όνειρα μας μείνανε στην μέση
αλήθειες που βαδίζουν καθ΄όδον
σ' άδειο παγκάκι , γυρεύοντας μια θέση
Η μοναξιά του τίποτα
ξανά ζυγώνει
και το κορμί μου ακουμπά
και το παγώνει
Εικόνες τυλιγμένες σε χαρτί
και πεταμένες στα σκουπίδια άλλου κόσμου
μα πώς ν' αλλάξω του χρόνου την ροή
στις γειτονιές του παραδείσου , φως μου
Θαλπωρή
Ο ήλιος γέμιζε την θάλασσα με φως
Τα καλοκαίρια μπαινόβγαιναν στην καρδιά μου
Τα όνειρα άγγιζαν την ψυχή μου
Μια συννεφιά δειλή , παρέσερνε ο αγέρας
Το φύσημα της καρδιάς , ήχος στ’ αυτιά μου
Ο έρωτας της εφηβείας ξαναζεί
Με περηφάνια που δεσπόζει , περισσή
ξαναζούμε , τα πρώτα μας χρόνια
Η θαλπωρή της οικογένειας , αγγίζει την γενιά μου
Πέρασαν χρόνοι μα πάντα θα σ’ αγαπώ
Της μάνας μου στοργή , του πατέρα μου η σκέψη
αγκυροβόλι στον χειμώνα που θα‘ ρθεί
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)