Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Ποίηση - Μάιος/Αύγουστος 2009

Αεί

Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά

Αεί χαρές
στις μοίρες των καιρών , λαβωματιά
θολές ματιές
στ΄ ολόχρυσο φεγγάρι , συννεφιά

Δούλος αέρας , στείρος αιθέρας
στρατιώτης λιποτάκτης , της στιγμής
Δούρειος ίππος , καρδιάς σου χτύπος
στον δρόμο της ζωής , π’ ακολουθείς

Αεί στεριές
απόκρημνα βουνά , βαθιά νερά
πελάγη τιθασεύεις
στων ουρανών θωριά

Αεί φωνές
π’ ακούγονται στην χάση , μιας ζωής
απείρου πέρας
στο φως της κορυφής , μας οδηγείς


Άγγελοι κι αγγελάκια

Σε μια ‘κκλησιά στην Νιο
γλυκοχαράζει η αυγή
βαρκούλα με πανί
της μάνας η ευχή
Στα ανοιχτά της Νιο
λαγοκοιμάται η ψυχή
ήλιος και θαλπωρή
και πέλαου ιαχή

Άγγελοι κι αγγελάκια
χορεύουν στα βαρκάκια
μπουνάτσες δεν φοβούνται
τον έρωτα τους ζούνε
Μούσες και φεγγαράκια
βολτάρουν τα βραδάκια
μποφόρια αγκαλιάζουν
έρωτα , μέλι , στάζουν

Απ’ τον Μιστρά , ψηλά
βλέμμα ‘γναντεύει μακριά
όνειρο μα και ξεγνοιασιά
στού πρωινού την ροδαλιά


Αγώνας κι όπου βγει

Παλιοί συμμαθητές
αιώρες αδειανές
της αγκαλιάς το ακρογιάλι , αποζητούν
Τα όνειρα τρανά
μαχαίρια κοφτερά
σε κάποιας γης λιμάνι , θα θαφτούν

Πελώρια κενά σε άδεια αγκαλιά
ατίθασα κορμιά στου πόθου την λαλιά
Ανέλπιστοι ουρανοί και μία στείρα γη
απρόσιτοι καιροί σ΄ένα στενό κελί

Αιώνες βλοσυροί
στου χρόνου την σκεπή
με αποκούμπι την ορμή , δεινού καιρού
Αγώνας κι όπου βγει
πάλη για το ψωμί
με μετερίζι την ψυχή , ενός παιδιού


Ποιητής του δρόμου

Ποιητής του δρόμου , ζηλωτής του χρόνου
Απόντιστος σε θάλασσες μαβιές
Πορθητής του πόθου , τηρητής του όρθου
Προσκυνητής σ’ ανέλπιστες χαρές

Ποτάμι που κυλάει
Μες την ρωγμή της ζήσης
Μ’ αισθήσεις αναβλύζει
Τον ερχομό της δύσης

Ζητητής προόδου σε καιρό εφόδου
Αβάπτιστος σε πέλαγα αβαθή
Τιμονιέρης κλήρου , λαουτιέρης δρόμου
Ταξιθέτης σε μια έμπεδη ζωή


Φορεμένη ήβη

Ξανθό το χώμα
Καρπός σταριού στο απομεσήμερο
Κατακαλόκαιρο , πάνω
απ’ την στέγη του σπιτιού μου

Πικρή βροχή
Μουσκεμένη φανέλα στο κορμί σου
Ήβη φορεμένη
στης θάλασσας το κύμα , κολυμπάει

Αδούλωτος λαός
Πορφύρα αντανακλά παντού
Στα σοκάκια της ψυχής
παίζουνε τάβλι οι αγύρτες

Δακρυσμένη γη
Αγροτιά χωμένη στο λιοπύρι
Δύο σπίθες δίνουν το φωςστης νύχτας την απρόσωπη σκιά


Άγγιγμα θεικό

Η κάμαρα του πρωινού , αγγίζει την θάλασσα
το φως του δειλινού , αλφαβητάρι της καρδιάς μου
Ο παφλασμός του κύματος , ηχεί μες τα αυτιά μου
καράβι σαπιοκάραβο , Παναγιά μου Παντάνασσα

Το πρώτο φως του ήλιου , σκίρτημα του έρωτα
το άγγιγμα σου θεϊκό , για τέρψη της αφής μου
Το σώμα που λικνίζεται στον κύκλο της ψυχής μου
Μπρούσκο κρασί μες το ποτήρι ,φιλί μου στα πέρατα


Βρε δεν βαριέσαι

Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
για αύριο έχουμε φαΐ
θα ακούσω ειδήσεις στην TV
και βέβαια κι άλλα συναφή
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
Χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά


Ο Νίκος με την Μαίρη
ο Πάνος με ποια βγαίνει
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
μαζί σας δεν συνωμοτώ
Ο Κώστας είναι γκέι
η Λούση δεσμευμένη
βρε αϊ σιχτίρ λέω εγώ
σας έχω γράψει από καιρό


Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
κι ας κάνω και τον χουβαρντά
Στοίχημα Τζόκερ κι όλα αυτά
με σήκωσαν τον κουμπαρά
Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ
χαράματα για την δουλειά
και το βραδάκι μουλωχτά
ακούω τα κουτσομπολιά


Το σκιάχτρο

Το σκιάχτρο του χωριού ξεστράτισε μια μέρα
Κι έπειτα ΄πέσαν απειλές στον άμοιρο πατέρα
Δώσε τριάντα που χρωστάς κι εμείς κάνουμε χάρη
Δεν θα το πούμε δεξιά να πάρουνε χαμπάρι

Μα ο γονιός καλά κρατεί ξέρει την φαμελιά του
Παιδί δεν αποστρέφομαι λέει με την λαλιά του
Δεν ταλαντεύεται πολύ κι αντί να χαστουκίσει
Σκάβει το λάκκο τον βαθύ , στων αιρετών την ρήση

Είμαι περήφανος βρε σεις , δικό μου το καμάρι
Των αφεντιών σας τις ριπές ,δεν τις λυγά κλωνάρι


Ηλιόλουστη θεά

Ηλιόλουστη ολόγυμνη θεά
στις θάλασσες του πέραν κολυμπάς
τις μούσες τις νεράιδες συναντάς
στις ανεμώνες του βυθού
στις φλέβες του επίγειου νερού

Πλανεύτρα μαγεμένη ερημιά
κορμί που θα σου δίνει η μοναξιά της
μετάξι κεντημένο στην καρδιά της
πανσέληνο με άστρα λαμπερά
ποτήρι στολισμένο με δροσιά

Ανέγγιχτη γοργόνα του γιαλού
ο άνεμος αγγίζει την υφή σου
με τσακισμένη την ορμή σου
στις συμπληγάδες των καιρώνάβατο πάθος μέθ’ υμών


Αναπνέω ελευθερία

Αναπνέω ελευθερία…εδώ….εκεί…παντού
στα χωράφια……στους πορτοκαλεώνες
που μόλις άνθισαν
Αναπνέω ελευθερία. ….στης γης την ερημιά
στους κάβους που χτυπήθηκαν
από ελεγεία καιρών

Ζω σε κορμί , π’ ακροβατεί
στους πόθους του καλοκαιριού
Πνοή μου ……ψυχή μου εσύ
φεγγάρι απόρθητο Μαγιού

Αγγίζω τον έρωτα…εδώ...εκεί…παντού
σε γερακίσιες φωλιές
θα ζω ελεύθερος
Αγγίζω τον έρωτα , με σκέψης διώμα
κι από των κογχυλιών λαλιά
γαλάζια βάφεται η ηχώ


Ιθάκης πηγαιμός

Χρόνοι δέκα , στης Ιθάκης πηγαιμό
με μια ψαρόβαρκα μπαταρισμένη ,τρύπια
δικαιοσύνης ήλιο έψαχνα να βρω
κι έγινα έρμαιο στων Λαιστρυγόνων , δίχτυα

Σμπαράλι η βάρκα , μα η ψυχή κρατά
αυτή μερίζει το μηδέν απ’ τα πολλά
Όνειρα , θάλασσες μα θέλει τσαμπουκά
Γερά θεμέλια και τσαγανό μπροστά

Μήνες οχτώ κι ούτε δεν πρόλαβα να δω
στων Συμπληγάδων τις σχισμές , να ξεχωρίσω
Ψάχνω το δόρυ να νικήσω τον εχθρό
Κι αν δεν το βρω , αυτή την γη μου να ορίσω