Φυσάει αγέρας βορινός
Έβγα ήλιε , έβγα φως
για να φύγει ο καημός
έβγα ήλιε , έλα ελπίδα
για να φύγει η καταιγίδα
Φυσάει αγέρας βορινός
φυσάει μες την καρδιά μου
και μπάτης καλοκαιρινός
μέσα στα όνειρα μου
Καράβι πάρε κι έλα εδώ
για να σε συναντήσω
το βήμα σου το φτερωτό
να το ακολουθήσω
Δώσε θεέ μου καλοκαίρι
και γαλάζιο ουρανό
θα σε δώσω ένα αστέρι
χρυσοπράσινο αετό
Χαμένο πέναλτι
Θέλω να νικήσω στον πόλεμο αυτό
εχθρούς να θωρακίσω , χωρίς σταματημό
θέλω να εμπεδώσω , ιδέες μαζικές
ποτέ μην τελματώσω , σε νέες απειλές
Χαμένο πέναλτι είν' η ζωή μου
με μια κερκίδα σχιζοφρενή
ξέφρενη κούρσα η φυλακή μου
κλείνω το τώρα στα ειδεχθή
Θέλω να νικήσω , αυτούς που με νικάν
ποτέ να μην λυγίσω σ' απρόοπτα συμβάν
λέω να πάρω ρίσκο , ν΄ αλλάξω τακτική
έτσι κι αλλιώς υπάρχει στον κόσμο ηθική
Χρώματα μοίρασε ο θεός
Δρόμοι χαμένοι απ’ την ομίχλη
μια άπλετη μοναξιά στο παραθύρι
η άνοιξη σε ποιόν να ανήκει
στη μάγισσα που ζει στο παραμύθι ;
Χρώματα μοίρασε ο θεός και συ τα πήρες
ζωγράφισες τους τοίχους , με μπογιές
σημάδι έβαλες του ήλιου τις αχτίδες
ανήμπορος μες του πελάγου τις οργιές
Σπίτια που αγγίζουν τον βοριά
μια λάμπα να φωτίζει το τραπέζι
η άνοιξη θα ‘ρθει κάπως αργά
και τότε αναπαμός και πανηγύρι
Χρώματα του ουρανού
Τα χρώματα του ουρανού
θωριά στα όνειρα σου
δελφίνια παίζουνε κρυφά
στου έρωτα τα μέρη
η κόρη αγκαλιάζεται
στης ερημιάς την βρύση
με μέλι θρέφονται οι θεοί
με θάλασσα οι ξένοι
Με πασχαλιές και με κισσούς
ντύνεται το κορμί σου
στης αγοράς συνάντηση
μέρα λυπητερή
όλου του κόσμου η βουή
μιας στιγμής αντάρα
της ερημιάς κατάνυξη
ο κόμπος στο σκοινί
Το πνεύμα λύνει την σιωπή
και ξημερώνει ο ήλιος
στην καταιγίδα χάνεται
και στην βροχή ξεχνιέται
χώρεσε ο κόσμος μια στιγμή
όλα τα μη και πρέπει
κρύβεται κάθε χαραυγή
και την ημέρα , γνέφει
Ψυχής μου βήματα
Δρόμοι σπαρμένοι απ' το φως του δειλινού
σπίτια δεμένα απ την χάση του καιρού
όνειρα πρόσχαρα....τα βλέπω , με γελούν
πίκρες δυσβάσταχτες κι αυτές με προσπερνούν
Τσίρκο πλανόδιο στην μέση του χωριού
μάγγισες ,ξωτικά ....στην δίνη του χορού
σκέψη που χάνεται..στο βάθος της αγάπης
κρασί που χύνεται σε πέλαγο απάτης
Κάβος απόμερος , τον πνίγει η αρμύρα
έριξα άγκυρα μες την δική μου μοίρα
Ψυχής μου βήματα μποφόρ στ' ακροθαλάσσι
ψέμματα εφήμερα , δαρμένα στο κατάρτι
Ως πότε
Ως πότε θα κρατώ στα χέρια μου
την τραγωδία τής γενιάς μου
και το κατάχλομο πρόσωπο τής νιότης μου
θα κλονίζεται άσκοπα στις συμπληγάδες τού καιρού.
Ως πότε θα βαστώ στα χέρια μου
αντί γι’ ανθούς τα όπλα
και το γαλάζιο των ματιών σου
θα γίνεται για μένα ζωή.
Ως πότε θα νιώθω την πίκρα
να καταλαγιάζει στο στόμα μου
και ή σκλαβιά τής σκέψης
να με παραλύει καθημερινά.
Ως πότε ελευθερία
θα είσαι το πολυτιμότερο αγαθό.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Τ )
Τα νεαρά ζευγάρια
Τα νεαρά ζευγάρια, στην πλατεία
για έρωτα μιλούν και αφουγκράζονται
κάθονται μαζί και λέγοντας αστεία
από την ζάλη των κορμιών τούς συναρπάζονται
Προχωράνε μαζί τον δρόμο τής ζωής
νεαρά παιδιά τον δρόμο τούς μοιράζονται
στιγμές διαλέγουνε τον δρόμο τής σιωπής
και στο καυτό φιλί τούς ξελογιάζονται
Τα νεαρά ζευγάρια στην πλατεία
την ώρα τούς περνούν χωρίς ταυτότητα
κι απολαμβάνουν μια νήνεμη ηρεμία
απ΄ των κορμιών τούς την παράξενη οντότητα.
Τα παιδιά
Η αγάπη πλανιέται στους δρόμους
έχοντας παρέα, τ’ αχτένιστα κοντοκομμένα μαλλιά
και τα κοντά παντελόνια, των σχολιαρόπαιδων.
Το παιδιάστικο γέλιο π ‘ανθίζει
στα στόματα τής ευτυχίας, μυροβολεί χαρά.
Το αθώο βλέμμα των παιδιών
Θα ‘θελα να είχα φίλο μου
με την αλήθεια χαραγμένη
στα χνουδιασμένα πρόσωπα τους.
Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
να’ χα στα πόδια μου την νιότη
στο στόμα την αγάπη
Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
ό πιο λιλιπούτειος τού κόσμου μας
ή ελπίδα τού μέλλοντος.
Τα παιδικά μου όνειρα
Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή θάλασσα
και τα έριξε στα βράχια να χαθούν
οι μέρες τής χαράς, πέρασαν γρήγορα
στις ερημιές , και στις βροχές , τις χάλασα
Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή βροχή
και τα έριξε σε πέλαγο, γαλάζιο
τα λόγια πού μου έλεγες, έχουνε χαθεί
τώρα υπάρχει μόνο η σιωπή
Τα παιδικά μου όνειρα, μια φυλακή
πέταξαν μακριά , στον θάνατο
την παιδική μου ευτυχία , δεν την έζησα
την ξέγνοιαστη πορεία , στην ζωή.
Τα χρόνια φεύγουνε
Σε μπλοκ ιχνογραφίας ζωγραφίζω
της παιδικής μου ηλικίας τον ιστό
αυτόν που θ' άθελα να αντικρίζω
στο κάθε διάβα μου , που ακολουθώ
Τα χρόνια φεύγουνε , περνάνε
και μεις χαμένοι στον βυθό
παροπλισμένοι , κολυμπάμε
στης μοναξιάς μας το χτικιό
Στον ρου της ιστορίας , ξεχωρίζω
μιας εφηβείας , απόλυτο κενό
στο δώσε , πάρε , συμβολίζω
δρόμους που πάντα , ακροβατώ
Ταξίδεψε αστέρι μου
Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε στο φως του δειλινού
στην άνοιξη που θα ξεπροβάλει
με βροχή σιγανή και αγέρα αγάλι
Ταξίδεψε φεγγάρι μου
στα ασυνείδητα όνειρα σου
στο φέγγος της μέρας που θα έρθει
στην δύση της μέρας που αντέχει
Έλα φεγγάρι μου , πάρε με
πάρε με μαζί σου , ουρανέ
κάνε με νικητή και ηττημένο
της ιστορίας , Τρώα χαμένο
Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε φωνής μου λαλιά
τροφή πουλιού σε έχω κρυμμένη
σε κρύπτη , καλά φυλαγμένη
Ταξίδεψε με
Ταξίδεψε με όπου θέλεις εσύ
εγώ θ’ ακολουθώ τα βήματα σου
θα σε σκεπάζω στην βροχή
προστάτης και σύντροφος σιμά σου
Φτερά χελιδονιού θα έχω
και μια καρδιά μικρού παιδιού
κάθε τι που με πονά θ ‘αντέχω
και τις πληγές ενός πρόωρου καιρού
Μα όπου κι αν είσαι θα ‘μαι εδώ
το αύριο το ξέρω πώς ζυγώνει
μετέωρο το βήμα μου κι αργό
ανάστημα ψηλό ορθώνει
Ταξίδεψε με σε μια γωνιά της γης
σ’ ένα μέρος που υπάρχει στα όνειρα σου
κρασί , φιλί , στις νύχτες της σιωπής
κορμί μου , που αγγίζει την σκιά σου
Φεγγάρι μακρινό μου θα ‘σαι
και στυλοβάτης σε μια γη π’ ακροβατεί
στην αγκαλιά μου θα κοιμάσαι
το κορμί σου φως , και ο ήλιος φιλί
Ταξίδι η σκέψη
Ταξίδι η σκέψη σου σε άγονη γραμμή
με καπετάνιο τον καημό και μ’ ένα τσούρμο ναύτες
ξορκίζει τ’ αύριο ποιος ξέρει τι θα ‘ρθει
μπουνάτσες πέλαγα και μάτσα , αυταπάτες
Γέρασε η βάρκα μου μα σίδερο σκαρί
γέρασε ο κόσμος μου , μα τον έχω κλειδωμένο
κρατώ στα χέρια μου το πιο παλιό κλειδί
αυτό που ανοίγει ότι είναι αμπαρωμένο
Ας φύγουμε σε μέρη που πηγαίναμε παλιά
εκεί που η θάλασσα μυρίζει γιασεμί
παρέα θα ‘χουμε της νύχτας τα πουλιά
και την αγάπη , φυλαχτό ως το πρωί
Την λευτεριά μου πόθησα
Σαν σκλάβος στην σκλαβιά αντρώθηκα
κι από τα δεσμά μου ξεπήδαγε το αίμα
από το κρασί τής λευτεριάς μου μερακλώθηκα
και τού δήμιου τα δεσμά ήτανε ψέμα
Πέρασα χίλια εμπόδια κι έζησα
κι από τα μελτέμια τής ψυχής μου ξαναζώ
σκληρή αγχόνη θυμίζεις μέρες που έζησα
μέρες μίσους, πώς ξεχάστηκαν για πάντα
Την λευτεριά μου πόθησα δειλά
πάλεψα για αυτήν, και νίκησα
Της αλήθειας η σιωπή
Στης αγάπης την ψυχή
θα πετάξει ένα παιδί
θα ζυγώσει για να βρει
της ζωής του την πηγή
Θα μιλήσει στον καιρό
για να βρει τον γυρισμό
κι απ’ της Κίρκης την σκιά
πάει να βρει την λησμονιά
Περνάει ο καιρός
μεγάλος χορός
μεγάλος και ο πηγαιμός
Στης νιότης τον ρου
στης άρνης τον νου
ενός καιρού αλλοτινού
Της αλήθειας η σιωπή
θα ‘χε κάτι να μου πει
και με λόγια ένα παιδί
χτίζει κάστρα μες στην γη
Θα καλέσει τους Θεούς
έναστρους και φωτεινούς
θα τους λέει κάθε στιγμή
θα είναι τ’ αύριο ζωή
Της άνοιξης πουλί
Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο
είμαι ένα τίποτα στην γη
μα ότι αγαπάμε είναι ωραίο
και ότι μας αγγίζει την ψυχή
Είμαι της άνοιξης πουλί
σεντόνι στο κορμί σου
ο ήλιος του καλοκαιριού
λουλούδι στην αυλή σου
Είμαι του έρωτα φωλιά
πουλιού πάνω σε σύρμα
του καραβιού η Παναγιά
προστάτης μες στο κύμα
Δεν είμαι πρίγκιπας μεγάλος
είμαι φτωχούλης τόσο δα
είμαι του έρωτα το κάλλος
σε μια αγάπη που αρχινά
Της ευτυχίας η ζαριά
Σε μια κουβέντα ....δύο λυγμοί
της δυστυχίας στεναγμοί
κι απ' της χαράς αντίκρισμα
της μοναξιάς το στοίχημα
Μια τουφεκιά...δυο οι νεκροί
γυρεύει ο κόσμος μια σκεπή
αποκομμένος περπατά
ψάχνοντας νά'βρει συντροφιά
Της ευτυχίας τη ζαριά
της σωτηρίας τη ψευτιά
του ψέματος τη ζυγαριά
όλα τα ρίχνω στην φωτιά
Της φυλής μου το μοιραίο
Μείνανε λίγοι , το δώμα πληκτικό
εργάτες και κολίγοι τους χώρεσε το σπιτικό
Εκεί δεν μπλέκει η νύχτα
στο φως της μέρας
και φωτιά μερώνει η πίκρα
στο μερτικό που δίνει ο αγέρας
Χώρεσε η οικουμένη
αυτά που έχω φυλάξει
και μες τους πάπυρους γραμμένη
ότι δεν έχουνε ρημάξει
Χάρος που μπάζει από παντού
μα απ’ το παράθυρο προβάλει το Αιγαίο
και με πανάρχαιο πασπαρτού
κλειδώνω της φυλής μου το μοιραίο
Το δωμάτιο
Έχω ένα δωμάτιο
στην άκρη του αγέρα
ο ήλιος το μοιράζεται
ή νύχτα και ή μέρα
Πίνουν μαζί μεθούν μαζί
μοιράζουν τις χαρές τους
γλεντοκοπάνε στην ζωή
κι ενώνουν τις ψυχές τους
Μα η μοναξιά το δωμάτιο θυμάται
και τ’ όνειρο στερεύει και κοιμάται
Έχω ένα δωμάτιο
στον ήλιο που προβάλει
χαρά γεμίζει το πρωί
σαν φεύγει το φεγγάρι
Βλέπει την θάλασσα από κει
τούς γλάρους μες το κύμα
κι ανάβει φώτα η ζωή
στο κάθε της το βήμα
Το πέρασμα
Το πέρασμα δεν θα ΄ναι μακριά
πορεία μες το άβατο του χρόνου
κρατώντας λάφυρα του κόσμου
παιδί που ξεγελιέται με αυτά
Η δύση θα προβάλει λίγο αργά
κλεισμένη μες τα απόκρυφα της νιότης
κλονίζει τ' άστρα στον χορό της
ελπίδα σπέρνει και πουλά
Το κόκκινο φεγγάρι ξεγελά
και ντύνεται στα χρώματα που λάμπουν
εσώψυχα το ρούχο του το ράβουν
οι νιές , με ράφτρα δανεικά
Το πιο όμορφο στην ζωή μου
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι ένα χαμόγελο στα χείλη σου
ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια σου
είναι η φύση που χαϊδεύει τα κορμιά μας
ο αγέρας , και η μυρωδιά των λουλουδιών
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μας
είναι να ακούω την φωνή σου κάθε μέρα
να με λες κάθε πρωί μια καλημέρα
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι τα χελιδόνια που έρχονται τη άνοιξη
την ζωή μου που αναπολώ με κατάνυξη
είναι η ζεστασιά του κατακαλόκαιρου
προσμένοντας το κρύες νύχτες του χειμώνα
Το πλοίο της γραμμής δεν θα περάσει
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τις πύλες τού ορίζοντα, τής θάλασσας
μες από το χρυσοπόρφυρο φως τού φεγγαριού
μες από τις ανταύγειες, των μακρινών φώτων.
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
κάτω από τον απροσπέλαστο ήλιο τού μεσημεριού
μακριά, από τις φωσφορίζοντες νυχτερινές σκιές
των αγόνων νησιών, τ ‘αρχιπελάγου
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τού Αιγαίου, τ ‘απάνεμα λιμάνια
το πλοίο τής γραμμής, ποτέ δεν θα φτάσει
στα καταγάλανα τής ψυχής μου νερά.
Στο χωριό
Μεσάνυχτα Σαββάτου , ξανάρθα στο χωριό
η αγκαλιά γεμάτη , κοπέλες ένα σωρό
και εγώ με τα καλά μου , ξορκίζω το κακό
πεντ' έξι μέτρα χώμα , μ' ευλάβεια κοιτώ
Κι είναι όλα μαγικά όπως και πρώτα
τα παιδικά μου χρόνια , δεμένα με κλωστή
με μια βλαστήμια , σκεπασμένη απ' τα φώτα
ακροβατώ στης λήθης , το σχοινί
Μεσάνυχτα Σαββάτου , κι είναι όλα ίδια
ο καφενές , το πατρικό , φέγγει ξανά
ένας αγέρας παρασέρνει στα σκουπίδια
όλα τα όνειρα , στης πλάσης ζυγαριά
Του γάμου
Γεννήθηκα χωρίς σκεπή
παιδί με αδειανή , την τσέπη
η μοίρα μ’ έφερε η καλή
να νιώσω της αγάπης , μέθη
Γλεντά ο γαμπρός κι η θυγατέρα
γλεντά ο κόσμος κι ο ντουνιάς
γίνεται γάμος εδώ πέρα
ανήμερα της Πασχαλιάς
Βάζει το άσπρο νυφικό της
η νύφη που φυλλόρροει
γαμπρό να δη στο πατρικό της
ρίζα η αγάπη κι η στοργή
Γεννήθηκα σε μια στιγμή
στου λαβωμένου αγέρα , σκέπη
κατάρτι φύτεψα στην γη
και μια καρδιά να με προσέχει
Τσιγάρο άφιλτρο
Σ’ ένα δωμάτιο γυμνό
με χαλασμένο τον καιρό
με εκδικείσαι
Το έχω ρίξει στο ποτό
και με τα δήθεν και λοιπόν
να προσποιείσαι
Τσιγάρο άφιλτρο μ’ έχεις κεράσει
και με τα λόγια τα σκληρά μ’ έχεις δικάσει
ένοχο μ’ είπες
Παιχνίδι έπαιξες σχεδιασμένο
από καιρό να μ' έχεις νικημένο
θύμα σου μ' είχες
Στο κομοδίνο το παλιό
φωτογραφίες χίλιες δυο
τις έχεις πάρει
Που να βρω τόπο να σταθώ
σε ποια γωνιά να κοιμηθώ
χλωμό φεγγάρι
Τα νεαρά ζευγάρια, στην πλατεία
για έρωτα μιλούν και αφουγκράζονται
κάθονται μαζί και λέγοντας αστεία
από την ζάλη των κορμιών τούς συναρπάζονται
Προχωράνε μαζί τον δρόμο τής ζωής
νεαρά παιδιά τον δρόμο τούς μοιράζονται
στιγμές διαλέγουνε τον δρόμο τής σιωπής
και στο καυτό φιλί τούς ξελογιάζονται
Τα νεαρά ζευγάρια στην πλατεία
την ώρα τούς περνούν χωρίς ταυτότητα
κι απολαμβάνουν μια νήνεμη ηρεμία
απ΄ των κορμιών τούς την παράξενη οντότητα.
Τα παιδιά
Η αγάπη πλανιέται στους δρόμους
έχοντας παρέα, τ’ αχτένιστα κοντοκομμένα μαλλιά
και τα κοντά παντελόνια, των σχολιαρόπαιδων.
Το παιδιάστικο γέλιο π ‘ανθίζει
στα στόματα τής ευτυχίας, μυροβολεί χαρά.
Το αθώο βλέμμα των παιδιών
Θα ‘θελα να είχα φίλο μου
με την αλήθεια χαραγμένη
στα χνουδιασμένα πρόσωπα τους.
Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
να’ χα στα πόδια μου την νιότη
στο στόμα την αγάπη
Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
ό πιο λιλιπούτειος τού κόσμου μας
ή ελπίδα τού μέλλοντος.
Τα παιδικά μου όνειρα
Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή θάλασσα
και τα έριξε στα βράχια να χαθούν
οι μέρες τής χαράς, πέρασαν γρήγορα
στις ερημιές , και στις βροχές , τις χάλασα
Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή βροχή
και τα έριξε σε πέλαγο, γαλάζιο
τα λόγια πού μου έλεγες, έχουνε χαθεί
τώρα υπάρχει μόνο η σιωπή
Τα παιδικά μου όνειρα, μια φυλακή
πέταξαν μακριά , στον θάνατο
την παιδική μου ευτυχία , δεν την έζησα
την ξέγνοιαστη πορεία , στην ζωή.
Τα χρόνια φεύγουνε
Σε μπλοκ ιχνογραφίας ζωγραφίζω
της παιδικής μου ηλικίας τον ιστό
αυτόν που θ' άθελα να αντικρίζω
στο κάθε διάβα μου , που ακολουθώ
Τα χρόνια φεύγουνε , περνάνε
και μεις χαμένοι στον βυθό
παροπλισμένοι , κολυμπάμε
στης μοναξιάς μας το χτικιό
Στον ρου της ιστορίας , ξεχωρίζω
μιας εφηβείας , απόλυτο κενό
στο δώσε , πάρε , συμβολίζω
δρόμους που πάντα , ακροβατώ
Ταξίδεψε αστέρι μου
Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε στο φως του δειλινού
στην άνοιξη που θα ξεπροβάλει
με βροχή σιγανή και αγέρα αγάλι
Ταξίδεψε φεγγάρι μου
στα ασυνείδητα όνειρα σου
στο φέγγος της μέρας που θα έρθει
στην δύση της μέρας που αντέχει
Έλα φεγγάρι μου , πάρε με
πάρε με μαζί σου , ουρανέ
κάνε με νικητή και ηττημένο
της ιστορίας , Τρώα χαμένο
Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε φωνής μου λαλιά
τροφή πουλιού σε έχω κρυμμένη
σε κρύπτη , καλά φυλαγμένη
Ταξίδεψε με
Ταξίδεψε με όπου θέλεις εσύ
εγώ θ’ ακολουθώ τα βήματα σου
θα σε σκεπάζω στην βροχή
προστάτης και σύντροφος σιμά σου
Φτερά χελιδονιού θα έχω
και μια καρδιά μικρού παιδιού
κάθε τι που με πονά θ ‘αντέχω
και τις πληγές ενός πρόωρου καιρού
Μα όπου κι αν είσαι θα ‘μαι εδώ
το αύριο το ξέρω πώς ζυγώνει
μετέωρο το βήμα μου κι αργό
ανάστημα ψηλό ορθώνει
Ταξίδεψε με σε μια γωνιά της γης
σ’ ένα μέρος που υπάρχει στα όνειρα σου
κρασί , φιλί , στις νύχτες της σιωπής
κορμί μου , που αγγίζει την σκιά σου
Φεγγάρι μακρινό μου θα ‘σαι
και στυλοβάτης σε μια γη π’ ακροβατεί
στην αγκαλιά μου θα κοιμάσαι
το κορμί σου φως , και ο ήλιος φιλί
Ταξίδι η σκέψη
Ταξίδι η σκέψη σου σε άγονη γραμμή
με καπετάνιο τον καημό και μ’ ένα τσούρμο ναύτες
ξορκίζει τ’ αύριο ποιος ξέρει τι θα ‘ρθει
μπουνάτσες πέλαγα και μάτσα , αυταπάτες
Γέρασε η βάρκα μου μα σίδερο σκαρί
γέρασε ο κόσμος μου , μα τον έχω κλειδωμένο
κρατώ στα χέρια μου το πιο παλιό κλειδί
αυτό που ανοίγει ότι είναι αμπαρωμένο
Ας φύγουμε σε μέρη που πηγαίναμε παλιά
εκεί που η θάλασσα μυρίζει γιασεμί
παρέα θα ‘χουμε της νύχτας τα πουλιά
και την αγάπη , φυλαχτό ως το πρωί
Την λευτεριά μου πόθησα
Σαν σκλάβος στην σκλαβιά αντρώθηκα
κι από τα δεσμά μου ξεπήδαγε το αίμα
από το κρασί τής λευτεριάς μου μερακλώθηκα
και τού δήμιου τα δεσμά ήτανε ψέμα
Πέρασα χίλια εμπόδια κι έζησα
κι από τα μελτέμια τής ψυχής μου ξαναζώ
σκληρή αγχόνη θυμίζεις μέρες που έζησα
μέρες μίσους, πώς ξεχάστηκαν για πάντα
Την λευτεριά μου πόθησα δειλά
πάλεψα για αυτήν, και νίκησα
Της αλήθειας η σιωπή
Στης αγάπης την ψυχή
θα πετάξει ένα παιδί
θα ζυγώσει για να βρει
της ζωής του την πηγή
Θα μιλήσει στον καιρό
για να βρει τον γυρισμό
κι απ’ της Κίρκης την σκιά
πάει να βρει την λησμονιά
Περνάει ο καιρός
μεγάλος χορός
μεγάλος και ο πηγαιμός
Στης νιότης τον ρου
στης άρνης τον νου
ενός καιρού αλλοτινού
Της αλήθειας η σιωπή
θα ‘χε κάτι να μου πει
και με λόγια ένα παιδί
χτίζει κάστρα μες στην γη
Θα καλέσει τους Θεούς
έναστρους και φωτεινούς
θα τους λέει κάθε στιγμή
θα είναι τ’ αύριο ζωή
Της άνοιξης πουλί
Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο
είμαι ένα τίποτα στην γη
μα ότι αγαπάμε είναι ωραίο
και ότι μας αγγίζει την ψυχή
Είμαι της άνοιξης πουλί
σεντόνι στο κορμί σου
ο ήλιος του καλοκαιριού
λουλούδι στην αυλή σου
Είμαι του έρωτα φωλιά
πουλιού πάνω σε σύρμα
του καραβιού η Παναγιά
προστάτης μες στο κύμα
Δεν είμαι πρίγκιπας μεγάλος
είμαι φτωχούλης τόσο δα
είμαι του έρωτα το κάλλος
σε μια αγάπη που αρχινά
Της ευτυχίας η ζαριά
Σε μια κουβέντα ....δύο λυγμοί
της δυστυχίας στεναγμοί
κι απ' της χαράς αντίκρισμα
της μοναξιάς το στοίχημα
Μια τουφεκιά...δυο οι νεκροί
γυρεύει ο κόσμος μια σκεπή
αποκομμένος περπατά
ψάχνοντας νά'βρει συντροφιά
Της ευτυχίας τη ζαριά
της σωτηρίας τη ψευτιά
του ψέματος τη ζυγαριά
όλα τα ρίχνω στην φωτιά
Της φυλής μου το μοιραίο
Μείνανε λίγοι , το δώμα πληκτικό
εργάτες και κολίγοι τους χώρεσε το σπιτικό
Εκεί δεν μπλέκει η νύχτα
στο φως της μέρας
και φωτιά μερώνει η πίκρα
στο μερτικό που δίνει ο αγέρας
Χώρεσε η οικουμένη
αυτά που έχω φυλάξει
και μες τους πάπυρους γραμμένη
ότι δεν έχουνε ρημάξει
Χάρος που μπάζει από παντού
μα απ’ το παράθυρο προβάλει το Αιγαίο
και με πανάρχαιο πασπαρτού
κλειδώνω της φυλής μου το μοιραίο
Το δωμάτιο
Έχω ένα δωμάτιο
στην άκρη του αγέρα
ο ήλιος το μοιράζεται
ή νύχτα και ή μέρα
Πίνουν μαζί μεθούν μαζί
μοιράζουν τις χαρές τους
γλεντοκοπάνε στην ζωή
κι ενώνουν τις ψυχές τους
Μα η μοναξιά το δωμάτιο θυμάται
και τ’ όνειρο στερεύει και κοιμάται
Έχω ένα δωμάτιο
στον ήλιο που προβάλει
χαρά γεμίζει το πρωί
σαν φεύγει το φεγγάρι
Βλέπει την θάλασσα από κει
τούς γλάρους μες το κύμα
κι ανάβει φώτα η ζωή
στο κάθε της το βήμα
Το πέρασμα
Το πέρασμα δεν θα ΄ναι μακριά
πορεία μες το άβατο του χρόνου
κρατώντας λάφυρα του κόσμου
παιδί που ξεγελιέται με αυτά
Η δύση θα προβάλει λίγο αργά
κλεισμένη μες τα απόκρυφα της νιότης
κλονίζει τ' άστρα στον χορό της
ελπίδα σπέρνει και πουλά
Το κόκκινο φεγγάρι ξεγελά
και ντύνεται στα χρώματα που λάμπουν
εσώψυχα το ρούχο του το ράβουν
οι νιές , με ράφτρα δανεικά
Το πιο όμορφο στην ζωή μου
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι ένα χαμόγελο στα χείλη σου
ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια σου
είναι η φύση που χαϊδεύει τα κορμιά μας
ο αγέρας , και η μυρωδιά των λουλουδιών
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μας
είναι να ακούω την φωνή σου κάθε μέρα
να με λες κάθε πρωί μια καλημέρα
Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι τα χελιδόνια που έρχονται τη άνοιξη
την ζωή μου που αναπολώ με κατάνυξη
είναι η ζεστασιά του κατακαλόκαιρου
προσμένοντας το κρύες νύχτες του χειμώνα
Το πλοίο της γραμμής δεν θα περάσει
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τις πύλες τού ορίζοντα, τής θάλασσας
μες από το χρυσοπόρφυρο φως τού φεγγαριού
μες από τις ανταύγειες, των μακρινών φώτων.
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
κάτω από τον απροσπέλαστο ήλιο τού μεσημεριού
μακριά, από τις φωσφορίζοντες νυχτερινές σκιές
των αγόνων νησιών, τ ‘αρχιπελάγου
Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τού Αιγαίου, τ ‘απάνεμα λιμάνια
το πλοίο τής γραμμής, ποτέ δεν θα φτάσει
στα καταγάλανα τής ψυχής μου νερά.
Στο χωριό
Μεσάνυχτα Σαββάτου , ξανάρθα στο χωριό
η αγκαλιά γεμάτη , κοπέλες ένα σωρό
και εγώ με τα καλά μου , ξορκίζω το κακό
πεντ' έξι μέτρα χώμα , μ' ευλάβεια κοιτώ
Κι είναι όλα μαγικά όπως και πρώτα
τα παιδικά μου χρόνια , δεμένα με κλωστή
με μια βλαστήμια , σκεπασμένη απ' τα φώτα
ακροβατώ στης λήθης , το σχοινί
Μεσάνυχτα Σαββάτου , κι είναι όλα ίδια
ο καφενές , το πατρικό , φέγγει ξανά
ένας αγέρας παρασέρνει στα σκουπίδια
όλα τα όνειρα , στης πλάσης ζυγαριά
Του γάμου
Γεννήθηκα χωρίς σκεπή
παιδί με αδειανή , την τσέπη
η μοίρα μ’ έφερε η καλή
να νιώσω της αγάπης , μέθη
Γλεντά ο γαμπρός κι η θυγατέρα
γλεντά ο κόσμος κι ο ντουνιάς
γίνεται γάμος εδώ πέρα
ανήμερα της Πασχαλιάς
Βάζει το άσπρο νυφικό της
η νύφη που φυλλόρροει
γαμπρό να δη στο πατρικό της
ρίζα η αγάπη κι η στοργή
Γεννήθηκα σε μια στιγμή
στου λαβωμένου αγέρα , σκέπη
κατάρτι φύτεψα στην γη
και μια καρδιά να με προσέχει
Τσιγάρο άφιλτρο
Σ’ ένα δωμάτιο γυμνό
με χαλασμένο τον καιρό
με εκδικείσαι
Το έχω ρίξει στο ποτό
και με τα δήθεν και λοιπόν
να προσποιείσαι
Τσιγάρο άφιλτρο μ’ έχεις κεράσει
και με τα λόγια τα σκληρά μ’ έχεις δικάσει
ένοχο μ’ είπες
Παιχνίδι έπαιξες σχεδιασμένο
από καιρό να μ' έχεις νικημένο
θύμα σου μ' είχες
Στο κομοδίνο το παλιό
φωτογραφίες χίλιες δυο
τις έχεις πάρει
Που να βρω τόπο να σταθώ
σε ποια γωνιά να κοιμηθώ
χλωμό φεγγάρι
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Ρ-Σ )
Ρίσκο
Παίρνω το ρίσκο , σημάδι βρίσκω
σε μια δίνη , που με τυλίγει
σβήνω τα φώτα , αλλάζω ρότα
πίνω την νιότη , μες το ποτήρι
Ρίσκο η ζωή μου ρίσκο
πουθενά δεν βρίσκω
δρόμο να γυρίσω
Ρίσκο η ζωή μου ρίσκο
μια ζωή την βρίσκω
γυρεύοντας ρίσκο
Παίρνω το θάρρος , γίνομαι βάρος
μέσα στον κόσμο , στο πανηγύρι
θάβω το χθες μου , μες τις χαρές μου
άλλων δεν κάνω , ποτέ χατήρι
Ρούχο δανεικό
Τα φορεμένα φόρεσα
για μια ακόμα νύχτα
κι είπα να φύγω μακριά
αλλού να ρίξω δίχτυα
Φόρεσα ρούχο δανεικό
και χαρισμένο από καιρό
από εσένα
Άλλαξα δρόμο και σταθμό
και στης ζωής τον πηγαιμό
παίρνω το ψέμα
Τα δουλεμένα δούλεψα
και πήρα το μερτικό μου
σ’ άλλη χαρά βαστώ σκοπιά
σ’ άλλη το λογικό μου
Σαν της Άρτας το γεφύρι
Σαν της Άρτας το γεφύρι
χτίζω και γκρεμίζονται
όνειρα χρυσά παλάτια
που στην άμμο χτίζονται
Μες τα χέρια μου κρατάω
και περνάω τον καιρό
μα η ζωή κι αν την ρωτάω
χωρατεύει τον καημό
Αχ ψυχή μου κάνε κύκλους
χόρεψε την ζεμπεκιά
χάρισμα σ’ εχθρούς και φίλους
και για σένα μια πενιά
Σαν την φλόγα στο καμίνι
καίγονται αλύπητα
χάρτινος καημός που σβήνει
με τσιγάρο ανύποπτα
Λόγια λεν στο καφενείο
και μοιράζουν το κρασί
παίρνεις την ζωή στα δύο
και ησυχάζει η ψυχή
Σεργιάνισα τον κόσμο
Σεργιάνισα τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι είδα ανθρώπους, να ζητιανεύουν το ψωμί
άδολα χέρια να κρατάνε την αξίνα
και να δουλεύουν, βλαστημώντας την ζωή.
Σεργιάνισα τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι είδα να πνίγεται ή φύση στο σκοτάδι
κάποια κατάρα τριγυρίζει μες την πλάση
μοίρα κακή , μας έχει βάλει στο σημάδι.
Στην μάχη να' σαι νικητής
Η κορυφή είναι μακριά
θέλει θεμέλια γερά
άσπιλο θάρρος και καρδιά
Κι όταν θα φτάσεις στην κορφή
κρατά γερά γιατί εκεί
το δόρυ σου θα μετρηθεί
Στην μάχη να' σαι νικητής
και στον αγώνα πορθητής
Πίσω γκρεμός και μπρος χαρά
φοβάσαι αυτήν την ερημιά
και παροπλίζεις στην σκιά
Κι όταν θα έρθει η στιγμή
να δεις τον κόσμο απ' την καλή
τότε μετράει η ψυχή
Στιγμές
Στιγμές μονάχος
στον πανικό της βροχής
στον όλεθρο της φυγής
Στιγμές που μένουν
σε βάθος ψυχής
σ' απόρροια μιας ζωής
Στιγμές που ζητάνε το χάδι
στιγμές που' ναι μόνες το βράδυ
στιγμές που χαράζουνε μνήμες
στιγμές γραμμένες σαν ρίμες
Στιγμές που αλλάζουν κρεββάτι
στιγμές που ζουν στο ντουλάπι
στιγμές που φέγγουν την μέρα
στιγμές που ζητάνε αγέρα
Στιγμές πλεκτάνης
στης μέρας το βάθος
στης νιότης το πάθος
Στιγμές που ζούμε
στο κάθε μας βήμα
στου ήλιου αχτίδα
Στο λιμανάκι της καρδιάς μου
Έχω κρυμμένο στην καρδιά μου
ένα λιμάνι απόμερο
αποκομμένο απ’ τον κόσμο
κρυμμένο κάπου στ’ όνειρο
Στο λιμανάκι της καρδιάς μου
καΐκια δεν αράζουνε
στο λιμανάκι της καρδιάς μου
τα γλαροπούλια λιάζονται (τα όνειρα φωλιάζουνε)
Έχω κρυμμένο στην ψυχή μου
ένα λιμάνι απόμερο
αποκομμένο , δίχως δρόμο
κρυμμένο και απρόσμενο
Σφαλισμένα χείλη
Τα σφαλισμένα χείλη , αγγίζουν την νυχτιά
δεν έχουν καλοκαίρια , δεν έχουνε καρδιά
μόνο την προσμονή , σαν δώρο του θεού
και ένα τάμα άγιου , για ξόρκι του κακού
Έχουν πλινθά δοκάρια , κολόνες στιβαρές
κλησιές προσευχητάρια , και μνήμες ενοχές
ζούνε μες τα νταμάρια , και μες τις αγορές
αγάπες μοιρασμένες , χάνονται τις βραδιές
Τα σκουριασμένα μάτια , δεν έχουνε χαρά
παντρεύονται τον πόνο , την φτώχεια την ψευτιά
προσκέφαλο και σπίτι , της γης την αγκαλιά
κ' ένα θεό που ξέρει , να δίνει την χαρά
Παίρνω το ρίσκο , σημάδι βρίσκω
σε μια δίνη , που με τυλίγει
σβήνω τα φώτα , αλλάζω ρότα
πίνω την νιότη , μες το ποτήρι
Ρίσκο η ζωή μου ρίσκο
πουθενά δεν βρίσκω
δρόμο να γυρίσω
Ρίσκο η ζωή μου ρίσκο
μια ζωή την βρίσκω
γυρεύοντας ρίσκο
Παίρνω το θάρρος , γίνομαι βάρος
μέσα στον κόσμο , στο πανηγύρι
θάβω το χθες μου , μες τις χαρές μου
άλλων δεν κάνω , ποτέ χατήρι
Ρούχο δανεικό
Τα φορεμένα φόρεσα
για μια ακόμα νύχτα
κι είπα να φύγω μακριά
αλλού να ρίξω δίχτυα
Φόρεσα ρούχο δανεικό
και χαρισμένο από καιρό
από εσένα
Άλλαξα δρόμο και σταθμό
και στης ζωής τον πηγαιμό
παίρνω το ψέμα
Τα δουλεμένα δούλεψα
και πήρα το μερτικό μου
σ’ άλλη χαρά βαστώ σκοπιά
σ’ άλλη το λογικό μου
Σαν της Άρτας το γεφύρι
Σαν της Άρτας το γεφύρι
χτίζω και γκρεμίζονται
όνειρα χρυσά παλάτια
που στην άμμο χτίζονται
Μες τα χέρια μου κρατάω
και περνάω τον καιρό
μα η ζωή κι αν την ρωτάω
χωρατεύει τον καημό
Αχ ψυχή μου κάνε κύκλους
χόρεψε την ζεμπεκιά
χάρισμα σ’ εχθρούς και φίλους
και για σένα μια πενιά
Σαν την φλόγα στο καμίνι
καίγονται αλύπητα
χάρτινος καημός που σβήνει
με τσιγάρο ανύποπτα
Λόγια λεν στο καφενείο
και μοιράζουν το κρασί
παίρνεις την ζωή στα δύο
και ησυχάζει η ψυχή
Σεργιάνισα τον κόσμο
Σεργιάνισα τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι είδα ανθρώπους, να ζητιανεύουν το ψωμί
άδολα χέρια να κρατάνε την αξίνα
και να δουλεύουν, βλαστημώντας την ζωή.
Σεργιάνισα τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι είδα να πνίγεται ή φύση στο σκοτάδι
κάποια κατάρα τριγυρίζει μες την πλάση
μοίρα κακή , μας έχει βάλει στο σημάδι.
Στην μάχη να' σαι νικητής
Η κορυφή είναι μακριά
θέλει θεμέλια γερά
άσπιλο θάρρος και καρδιά
Κι όταν θα φτάσεις στην κορφή
κρατά γερά γιατί εκεί
το δόρυ σου θα μετρηθεί
Στην μάχη να' σαι νικητής
και στον αγώνα πορθητής
Πίσω γκρεμός και μπρος χαρά
φοβάσαι αυτήν την ερημιά
και παροπλίζεις στην σκιά
Κι όταν θα έρθει η στιγμή
να δεις τον κόσμο απ' την καλή
τότε μετράει η ψυχή
Στιγμές
Στιγμές μονάχος
στον πανικό της βροχής
στον όλεθρο της φυγής
Στιγμές που μένουν
σε βάθος ψυχής
σ' απόρροια μιας ζωής
Στιγμές που ζητάνε το χάδι
στιγμές που' ναι μόνες το βράδυ
στιγμές που χαράζουνε μνήμες
στιγμές γραμμένες σαν ρίμες
Στιγμές που αλλάζουν κρεββάτι
στιγμές που ζουν στο ντουλάπι
στιγμές που φέγγουν την μέρα
στιγμές που ζητάνε αγέρα
Στιγμές πλεκτάνης
στης μέρας το βάθος
στης νιότης το πάθος
Στιγμές που ζούμε
στο κάθε μας βήμα
στου ήλιου αχτίδα
Στο λιμανάκι της καρδιάς μου
Έχω κρυμμένο στην καρδιά μου
ένα λιμάνι απόμερο
αποκομμένο απ’ τον κόσμο
κρυμμένο κάπου στ’ όνειρο
Στο λιμανάκι της καρδιάς μου
καΐκια δεν αράζουνε
στο λιμανάκι της καρδιάς μου
τα γλαροπούλια λιάζονται (τα όνειρα φωλιάζουνε)
Έχω κρυμμένο στην ψυχή μου
ένα λιμάνι απόμερο
αποκομμένο , δίχως δρόμο
κρυμμένο και απρόσμενο
Σφαλισμένα χείλη
Τα σφαλισμένα χείλη , αγγίζουν την νυχτιά
δεν έχουν καλοκαίρια , δεν έχουνε καρδιά
μόνο την προσμονή , σαν δώρο του θεού
και ένα τάμα άγιου , για ξόρκι του κακού
Έχουν πλινθά δοκάρια , κολόνες στιβαρές
κλησιές προσευχητάρια , και μνήμες ενοχές
ζούνε μες τα νταμάρια , και μες τις αγορές
αγάπες μοιρασμένες , χάνονται τις βραδιές
Τα σκουριασμένα μάτια , δεν έχουνε χαρά
παντρεύονται τον πόνο , την φτώχεια την ψευτιά
προσκέφαλο και σπίτι , της γης την αγκαλιά
κ' ένα θεό που ξέρει , να δίνει την χαρά
Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Ο-Π )
Ο γυρισμός του Οδυσσέα
Οδυσσέα τι θαρρείς
πώς ή Ιθάκη θα ’ναι πάντα στην καρδιά σου
μην γελιέσαι , το ταξίδι τού γυρισμού
δεν θα περάσει από την Χάρυβδη.
Οδυσσέα τί θαρρείς
πώς τα παιδιά σου, καρτεράνε να γυρίσεις
ξέρουν κι αυτά πώς θα γλυτώσεις
από τού Κύκλωπα Πολύφημου το μάτι.
Οδυσσέα μην θρηνείς
για τούς συντρόφους σου πού έχασες στην μάχη
γκρίζα ή οργή σου, μα κυριεύει τα θεριά
κι ανοίγει δρόμους , σε όλης τής γης τα πλάτη.
Οδυσσέα τι θαρρείς
θα βρεις γαλήνη, σαν γυρίσεις στην Ιθάκη
σ’ άλλους πολέμους θα μπλεχτείς.
Σειρήνες γύρω σου θα τραγουδάνε
Οδυσσέα , ξέχνα για πάντα την Ιθάκη.
Ο δρόμος του φεγγαριού
Αγνόησα το χάδι
τα όνειρα , το βράδυ
την μέρα που μου γέλασε λιγάκι
Αγνόησα την λήθη
το σούρουπο στην δύση
και έναν ήλιο που παίζει σαν παιδάκι
Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλού κοιτάζει
και αγκαλιάζει την μοναξιά
Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλιώς μετράει
την δίψα της ψυχής και την χαρά
Δεν μέτρησα τα χρόνια
στα άδεια μου σεντόνια
μια άνοιξη μου κρατάει συντροφιά
Δεν γνώρισα φεγγάρια
η νύχτα μου καθάρια
μοιράζεται την άδεια μου καρδιά
Ο θρόνος του φεγγαριού
Ο θρόνος του φεγγαριού είναι ψηλά
βλέπει λαγκάδια και βουνά
βλέπει αυτά που δεν θα'θελε να δη
νεκρούς βλαστούς μέσα στην γη
Το βλέμμα της Παναγιάς μ΄ ακολουθεί
εκεί που άνθρωποι απόμαχοι στην γη
χτίζουν στον ήλιο , χωμάτινα δρομάκια
στα έρμα χωριά , λουσμένα με σαράκια
Ο δρόμος του εσπερινού είναι μακρύς
κατηφορίζει στην δύση της ζωής
κατατροπώνει των ανέμων ξωτικά
και ξόρκια απ' της ύλης τα φρικιά
Ο πιο μεγάλος δρόμος
Μες του μυαλού μου την σιωπή
τα μάτια σου τα είδα
τα φίλησα τα λάτρεψα
πριν έρθει η καταιγίδα
Κι αν δεις τον κόσμο μια σταλιά
κι αν βλέπω εσένα μόνο
μια ζωγραφιά μια πινελιά
ξεφτίζει απ’ τον χρόνο
Κι αν πέσουν χίλιοι κεραυνοί
και χάθηκε ο χρόνος
θα είναι η αγάπη αληθινή
κι ο πιο μεγάλος δρόμος
Σε μιας αράχνης τον ιστό
τυλίγεις το κουβάρι
κι απλώνει μέσα στην νυχτιά
της πίκρας το ντουμάνι
Ο τόπος που με γέννησε
Σ’ ένα δωμάτιο υγρό
αποκομμένο απ’ τον καιρό
κι από τον κόσμο
Δεν μπαίνει μέσα ο βοριάς
και το φυλάει ο χιονιάς
από τα ξένα
Ο τόπος που με γέννησε
κοιτάζει το φεγγάρι
και μες το χώμα του κρατά
ανθούς μες τον Γενάρη
Ο τόπος που με γέννησε
της νιότης μου η σκέπη
εκεί η ψυχή μου ξαγρυπνά
στης λησμονιάς την σκέψη
Σ’ ένα κουτούκι ταπεινό
οι σκέψεις μπαίνουν στο μυαλό
από την πόρτα
Θύμησες είναι φυλαχτό
και με σινιάλο αυστηρό
θ’ αλλάξω ρότα
Οι ναυτικοί
Βαθύ γαλάζιο θα ‘ναι μια αγάπη
απέραντη.... ερωμένη ή θάλασσα
πού από τον αφρό τής αναδύει, καινούργιους κόσμους.
Ανίκητη επιθυμία το ταξίδι σε χώρες τροπικές
μα κι ή γενναία ψυχή, τα δάκρυα σκουπίζει
σε στιγμές πού ή θύμηση ορίζει.
Καλότυχε ναυτικέ...άξιε ταξιδευτή
μπροστάρη στους κινδύνους π ‘αλαργεύουν
δικαία αγναντεύεις νέους ορίζοντες.
Μα κι αν χιμήξουν οι αγριεμένες θάλασσες
πάνω στα δουλεμένα τα σκαριά
τ ‘αντρειωμένα τα κορμιά, ορθά
παλεύουν τα στοιχειά τής φύσης.
Κι αν έρθει ό θάνατος
πάρε τον θάλασσα γλυκά , τον ναυτικό
στον ατελείωτο βυθό σου.
Οι ονειροπόλοι
Στο απομεσήμερο
κλειστό το παραθύρι
η άνοιξη έβγαλε ανθούς
ο ήλιος έχει γείρει
Η πόλη τώρα ξαγρυπνά
με μάτια φλογισμένα
τίποτα πίσω δεν γυρνά
είν’ όλα μαγεμένα
Κει που πατά ο άνθρωπος
έχουν πατήσει κι άλλοι
μαζί πορεύονται οι εχθροί
μαζί κι οι ονειροπόλοι
Στο κατακαλόκαιρο
άναψανε τα φώτα
θα έχει γλέντι ο ντουνιάς
μες της αυγής την πόρτα
Θα ‘ρθουνε φίλοι να με δουν
αντάμωση να κάνω
αυτό που δένει τα παλιά
να ζήσω ως να πεθάνω
Όνειρα...μέρες
Με μέτρα και σταθμά
και στης ζωής μου τα ρηχά
τσαλαβουτώ
Δένω τις λύπες με σκοινιά
κι ακροβατώντας σε αυτά
μνήμες ζητώ
Όνειρα μέρες , καταγής
και στην ζωή μου ως εξής
να εξηγώ
Τι είναι αυτό που με κρατά
και των χεριών μου τα δεσμά
σπάν τον ζυγό
Με νόμους και με αντοχές
και με ανίσχυρες ιαχές
να τι ζητώ
Μια σπίθα γη για να κρυφτώ
και στου κελιού μου το κενό
να ονειρευτώ
Ότι αγαπώ είναι ακριβό
Δεν γουστάρω τους πια τους μάγκες
τους βαρέθηκα και εγώ
μια ζωή με αυταπάτες
να ξορκίζω το κακό
Δεν γουστάρω πια τους θύτες
γιατί θύμα είμαι και εγώ
ξωτικά φρικιά κι αλήτες
δεν σας θέλω , δεν μπορώ
Θέλω μια εκεχειρία , να γεμίσω το μυαλό
θέλω να ’χω ευκαιρία στο καλό και στο κακό
δώσε μου μυστρί και λάσπη
για να φτιάξω απ’ την αρχή
όσα δίνω στον καθένα
και στην ίδια μου ζωή
Δεν γουστάρω δήθεν κι έτσι
δεν γουστάρω τα κοινά
γιατί ότι μου αρέσει
θα με βγει πραγματικά
Χρόνια μίση χρόνια λάθη
βρε ας πάνε στο καλό
γιατί ότι εγώ χρωστάω
πάντα θα’ ναι ακριβό
Παιδί χωρίς φτερούγες
Παιδί χωρίς φτερούγες
έχεις τα μάτια , καρφωμένα στο φεγγάρι
γνέθεις στο κάθε βραδινό
και αγκαλιάζεις τους πλανήτες μ’ όλο χάρη
Έχεις στο βλέμμα σου αστραπή
και στην φωνή σου μια βροντή
που διατάζει
Μητέρα σου και αδελφή
είναι ο ήλιος κι η βροχή
που σ’ αγκαλιάζει
Παιδί χωρίς φτερούγες
αυτή η αθώα σου ψυχή δεν έχει τέλος
πίνεις τ’ αλάνθαστο νερό
και ξενυχτάς ως την αυγή μέσα στο θέρος
Πάμε να φύγουμε
Η αγάπη άγγιξε του ήλιου το στεφάνι
στην μοναξιά μου ένα ολόγιομο φεγγάρι
η απουσία σου κοστίζει μια ζωή
από τα χέρια σου μάζεψα την ζωή
Απ’ της ψυχής σου το παράθυρο κοιτάζω
όλο τον κόσμο τον κοιτώ και αναστενάζω
είναι η πλάση μες τα μάτια τα δικά σου
άγγιγμα , χάδι είναι όλη η χαρά σου
Πάμε να φύγουμε σε μέρη μακρινά
ένα αστέρι θα μας φέρει πιο κοντά
ένα τραγούδι θα σου πω απ’ την καρδιά μου
να στο χαρίσω μέσα απ’ τα σωθικά μου
Φεγγάρι απλώθηκε στης νύχτας την σκιά
ήρθε γιομάτο να με κάνει συντροφιά
το κάθε βλέμμα σου μ’ αγγίζει μια ζωή
δώσε σε μένα την κάθε σου στιγμή
Πανέμορφη φύση
Τα λιόδενδρα , τα στάχυα χόρεψαν
απ’ τον χορό των μελισσών
ρυάκια και βρυσούλες λάλησαν
σε ήχο διαπασών
Παντοδύναμε …είναι πανέμορφα έξω
στην φύση που την ρουφώ , και την σπλαχνίζομαι
τον ήλιο να ορίσω , την χαρά μου ν’ αντέξω
την γη αυτήν που βρήκα , δεν την χωρίζομαι
Βυθός κι ο γιαλός , αντάμα
στιλπνό κομμάτι μάλαμα
ολόκληρη η θάλασσα μια αλάνα
κι ένα φεγγάρι ως το χάραμα
Πόθος
Αν ή ομορφιά γεννιέται
μ ‘ένα χρυσοπράσινο φύλλο τού φθινοπώρου.
Αν ή αγάπη δεν κρυφτεί
μέσα στον ορίζοντα τού κόσμου
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε το φεγγάρι, θα είναι απόψε μεγαλόπρεπο
και οι άνθρωποι , δεν θα κρύβουν την μορφή τους στο σκοτάδι.
Αν ή αλήθεια δεν πατηθεί
από τις τρισδιάστατες πατημασιές των ψευτών.
Αν ή αγάπη δεν σβήσει
με τις γομολάστιχες των κακών
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε ό ήλιος θα φτάσει ίσα με κει
για να γιατρέψει , τα λαβωμένα φτερά των περιστεριών
Ποτάμι ο έρωτας
Ποτάμι ο έρωτας βαθύ
χύνεται μες το σώμα
του νιού που ξέρει ν’ αγαπά
προσμένοντας στο δώμα
Θα ‘ρθει η αγαπημένη του
τ ‘αστέρι της ζωής του
και φεγγαρένια θα γεννεί
στον δρόμο της ψυχής του
Πνίγει ο αγέρας στη σιωπή
κραυγές του πόθου θρόες
κορίτσια νιές την χρυσαυγή
πεντάμορφες , αθώες
Σβήνει τ’ ανέμου η πνοή
στο στολισμένο στρώμα
σε πούπουλα ολομέταξα
χορεύουν ως το γιόμα
Πουλάκι πιάνομαι
Πουλάκι πιάνομαι , αγέρα δέρνω
την φύση γεύομαι , το χώμα παίρνω
ρίχνω στην πέτρα μια σπρωξιά , χαϊδεύω το ποτάμι
στις ρεματιές παντρεύομαι , και στο νεράκι σπέρνω
Πόρτα π’ ανοίγεις μην την κλαις
θα μπει ο ξένος μέσα
θάλασσες φτιάχνει , ο χορός
με λεβεντιά και μπέσα
Τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
βάφω το σπίτι θαλασσί
τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
άγκυρα ρίχνω στην ζωή
Προσγειώσου
Ξυλάκι παγωτό μες τον χειμώνα
μ' αμάνικο μακό σε σκούρο χρώμα
τι λες ρε φίλε πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά
Προσγειώσου στο σήμερα
άσε το αύριο μετά
μην φλιπάρεις , πιο ήμερα
η ζωή μας προχωρά
Δες το τώρα κι ανάρρωσε
πες το ναι , έστω και αργά
ότι φθάνει , μας άφησε
η ζωή που προχωρά
Με μάλλινο παλτό στο καλοκαίρι
τις νύχτες σου τις κάνεις μεσημέρι
τι λες ρε φίλε , πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά
Πρωινή περιπολία
Το θαλασσί καπέλο που φοράς
στο άγγιξε ο γλάρος
ο λίβας του καλοκαιριού
κι η δίψα του μεσημεριού
Πρωινή περιπολία καϊκιών
μες το λευκό κορμί σου
νυχτερινή ακολουθία μετ' υμών
στην δίνη της ψυχής σου
Λευκό το φόρεμα στο φως
το σέρνουν οι αχτίδες
του χρυσαφένιου ήλιου του Μαγιού
στην ώρα του αποχαιρετισμού
Πώς να σου κλέψω την καρδιά
Πώς να σου κλέψω την καρδιά
με μια άγρια φράουλα τού δάσους
να σ ‘αγαπήσω , να σε λούσω
με το νεράκι τής πηγής.
Πώς να στολίσω τα μαλλιά σου
μ ‘όλα τα κρίνα τού Απρίλη
να σ ‘αγαπήσω , να σε ντύσω
μ ‘όλο μετάξι και πετράδια
Πώς να σού κλέψω την καρδιά
μ ‘ένα τριαντάφυλλο στο στήθος
για ν ‘αγαπήσεις όλη την φύση
να την γευθείς παντοτινά
Πώς να χαρίσω στην μορφή σου
όλου τού ήλιου την γυαλάδα
να σ ‘αγαπήσω , να σου δώσω
του αγριομελισσιού το μέλι.
Οδυσσέα τι θαρρείς
πώς ή Ιθάκη θα ’ναι πάντα στην καρδιά σου
μην γελιέσαι , το ταξίδι τού γυρισμού
δεν θα περάσει από την Χάρυβδη.
Οδυσσέα τί θαρρείς
πώς τα παιδιά σου, καρτεράνε να γυρίσεις
ξέρουν κι αυτά πώς θα γλυτώσεις
από τού Κύκλωπα Πολύφημου το μάτι.
Οδυσσέα μην θρηνείς
για τούς συντρόφους σου πού έχασες στην μάχη
γκρίζα ή οργή σου, μα κυριεύει τα θεριά
κι ανοίγει δρόμους , σε όλης τής γης τα πλάτη.
Οδυσσέα τι θαρρείς
θα βρεις γαλήνη, σαν γυρίσεις στην Ιθάκη
σ’ άλλους πολέμους θα μπλεχτείς.
Σειρήνες γύρω σου θα τραγουδάνε
Οδυσσέα , ξέχνα για πάντα την Ιθάκη.
Ο δρόμος του φεγγαριού
Αγνόησα το χάδι
τα όνειρα , το βράδυ
την μέρα που μου γέλασε λιγάκι
Αγνόησα την λήθη
το σούρουπο στην δύση
και έναν ήλιο που παίζει σαν παιδάκι
Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλού κοιτάζει
και αγκαλιάζει την μοναξιά
Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλιώς μετράει
την δίψα της ψυχής και την χαρά
Δεν μέτρησα τα χρόνια
στα άδεια μου σεντόνια
μια άνοιξη μου κρατάει συντροφιά
Δεν γνώρισα φεγγάρια
η νύχτα μου καθάρια
μοιράζεται την άδεια μου καρδιά
Ο θρόνος του φεγγαριού
Ο θρόνος του φεγγαριού είναι ψηλά
βλέπει λαγκάδια και βουνά
βλέπει αυτά που δεν θα'θελε να δη
νεκρούς βλαστούς μέσα στην γη
Το βλέμμα της Παναγιάς μ΄ ακολουθεί
εκεί που άνθρωποι απόμαχοι στην γη
χτίζουν στον ήλιο , χωμάτινα δρομάκια
στα έρμα χωριά , λουσμένα με σαράκια
Ο δρόμος του εσπερινού είναι μακρύς
κατηφορίζει στην δύση της ζωής
κατατροπώνει των ανέμων ξωτικά
και ξόρκια απ' της ύλης τα φρικιά
Ο πιο μεγάλος δρόμος
Μες του μυαλού μου την σιωπή
τα μάτια σου τα είδα
τα φίλησα τα λάτρεψα
πριν έρθει η καταιγίδα
Κι αν δεις τον κόσμο μια σταλιά
κι αν βλέπω εσένα μόνο
μια ζωγραφιά μια πινελιά
ξεφτίζει απ’ τον χρόνο
Κι αν πέσουν χίλιοι κεραυνοί
και χάθηκε ο χρόνος
θα είναι η αγάπη αληθινή
κι ο πιο μεγάλος δρόμος
Σε μιας αράχνης τον ιστό
τυλίγεις το κουβάρι
κι απλώνει μέσα στην νυχτιά
της πίκρας το ντουμάνι
Ο τόπος που με γέννησε
Σ’ ένα δωμάτιο υγρό
αποκομμένο απ’ τον καιρό
κι από τον κόσμο
Δεν μπαίνει μέσα ο βοριάς
και το φυλάει ο χιονιάς
από τα ξένα
Ο τόπος που με γέννησε
κοιτάζει το φεγγάρι
και μες το χώμα του κρατά
ανθούς μες τον Γενάρη
Ο τόπος που με γέννησε
της νιότης μου η σκέπη
εκεί η ψυχή μου ξαγρυπνά
στης λησμονιάς την σκέψη
Σ’ ένα κουτούκι ταπεινό
οι σκέψεις μπαίνουν στο μυαλό
από την πόρτα
Θύμησες είναι φυλαχτό
και με σινιάλο αυστηρό
θ’ αλλάξω ρότα
Οι ναυτικοί
Βαθύ γαλάζιο θα ‘ναι μια αγάπη
απέραντη.... ερωμένη ή θάλασσα
πού από τον αφρό τής αναδύει, καινούργιους κόσμους.
Ανίκητη επιθυμία το ταξίδι σε χώρες τροπικές
μα κι ή γενναία ψυχή, τα δάκρυα σκουπίζει
σε στιγμές πού ή θύμηση ορίζει.
Καλότυχε ναυτικέ...άξιε ταξιδευτή
μπροστάρη στους κινδύνους π ‘αλαργεύουν
δικαία αγναντεύεις νέους ορίζοντες.
Μα κι αν χιμήξουν οι αγριεμένες θάλασσες
πάνω στα δουλεμένα τα σκαριά
τ ‘αντρειωμένα τα κορμιά, ορθά
παλεύουν τα στοιχειά τής φύσης.
Κι αν έρθει ό θάνατος
πάρε τον θάλασσα γλυκά , τον ναυτικό
στον ατελείωτο βυθό σου.
Οι ονειροπόλοι
Στο απομεσήμερο
κλειστό το παραθύρι
η άνοιξη έβγαλε ανθούς
ο ήλιος έχει γείρει
Η πόλη τώρα ξαγρυπνά
με μάτια φλογισμένα
τίποτα πίσω δεν γυρνά
είν’ όλα μαγεμένα
Κει που πατά ο άνθρωπος
έχουν πατήσει κι άλλοι
μαζί πορεύονται οι εχθροί
μαζί κι οι ονειροπόλοι
Στο κατακαλόκαιρο
άναψανε τα φώτα
θα έχει γλέντι ο ντουνιάς
μες της αυγής την πόρτα
Θα ‘ρθουνε φίλοι να με δουν
αντάμωση να κάνω
αυτό που δένει τα παλιά
να ζήσω ως να πεθάνω
Όνειρα...μέρες
Με μέτρα και σταθμά
και στης ζωής μου τα ρηχά
τσαλαβουτώ
Δένω τις λύπες με σκοινιά
κι ακροβατώντας σε αυτά
μνήμες ζητώ
Όνειρα μέρες , καταγής
και στην ζωή μου ως εξής
να εξηγώ
Τι είναι αυτό που με κρατά
και των χεριών μου τα δεσμά
σπάν τον ζυγό
Με νόμους και με αντοχές
και με ανίσχυρες ιαχές
να τι ζητώ
Μια σπίθα γη για να κρυφτώ
και στου κελιού μου το κενό
να ονειρευτώ
Ότι αγαπώ είναι ακριβό
Δεν γουστάρω τους πια τους μάγκες
τους βαρέθηκα και εγώ
μια ζωή με αυταπάτες
να ξορκίζω το κακό
Δεν γουστάρω πια τους θύτες
γιατί θύμα είμαι και εγώ
ξωτικά φρικιά κι αλήτες
δεν σας θέλω , δεν μπορώ
Θέλω μια εκεχειρία , να γεμίσω το μυαλό
θέλω να ’χω ευκαιρία στο καλό και στο κακό
δώσε μου μυστρί και λάσπη
για να φτιάξω απ’ την αρχή
όσα δίνω στον καθένα
και στην ίδια μου ζωή
Δεν γουστάρω δήθεν κι έτσι
δεν γουστάρω τα κοινά
γιατί ότι μου αρέσει
θα με βγει πραγματικά
Χρόνια μίση χρόνια λάθη
βρε ας πάνε στο καλό
γιατί ότι εγώ χρωστάω
πάντα θα’ ναι ακριβό
Παιδί χωρίς φτερούγες
Παιδί χωρίς φτερούγες
έχεις τα μάτια , καρφωμένα στο φεγγάρι
γνέθεις στο κάθε βραδινό
και αγκαλιάζεις τους πλανήτες μ’ όλο χάρη
Έχεις στο βλέμμα σου αστραπή
και στην φωνή σου μια βροντή
που διατάζει
Μητέρα σου και αδελφή
είναι ο ήλιος κι η βροχή
που σ’ αγκαλιάζει
Παιδί χωρίς φτερούγες
αυτή η αθώα σου ψυχή δεν έχει τέλος
πίνεις τ’ αλάνθαστο νερό
και ξενυχτάς ως την αυγή μέσα στο θέρος
Πάμε να φύγουμε
Η αγάπη άγγιξε του ήλιου το στεφάνι
στην μοναξιά μου ένα ολόγιομο φεγγάρι
η απουσία σου κοστίζει μια ζωή
από τα χέρια σου μάζεψα την ζωή
Απ’ της ψυχής σου το παράθυρο κοιτάζω
όλο τον κόσμο τον κοιτώ και αναστενάζω
είναι η πλάση μες τα μάτια τα δικά σου
άγγιγμα , χάδι είναι όλη η χαρά σου
Πάμε να φύγουμε σε μέρη μακρινά
ένα αστέρι θα μας φέρει πιο κοντά
ένα τραγούδι θα σου πω απ’ την καρδιά μου
να στο χαρίσω μέσα απ’ τα σωθικά μου
Φεγγάρι απλώθηκε στης νύχτας την σκιά
ήρθε γιομάτο να με κάνει συντροφιά
το κάθε βλέμμα σου μ’ αγγίζει μια ζωή
δώσε σε μένα την κάθε σου στιγμή
Πανέμορφη φύση
Τα λιόδενδρα , τα στάχυα χόρεψαν
απ’ τον χορό των μελισσών
ρυάκια και βρυσούλες λάλησαν
σε ήχο διαπασών
Παντοδύναμε …είναι πανέμορφα έξω
στην φύση που την ρουφώ , και την σπλαχνίζομαι
τον ήλιο να ορίσω , την χαρά μου ν’ αντέξω
την γη αυτήν που βρήκα , δεν την χωρίζομαι
Βυθός κι ο γιαλός , αντάμα
στιλπνό κομμάτι μάλαμα
ολόκληρη η θάλασσα μια αλάνα
κι ένα φεγγάρι ως το χάραμα
Πόθος
Αν ή ομορφιά γεννιέται
μ ‘ένα χρυσοπράσινο φύλλο τού φθινοπώρου.
Αν ή αγάπη δεν κρυφτεί
μέσα στον ορίζοντα τού κόσμου
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε το φεγγάρι, θα είναι απόψε μεγαλόπρεπο
και οι άνθρωποι , δεν θα κρύβουν την μορφή τους στο σκοτάδι.
Αν ή αλήθεια δεν πατηθεί
από τις τρισδιάστατες πατημασιές των ψευτών.
Αν ή αγάπη δεν σβήσει
με τις γομολάστιχες των κακών
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε ό ήλιος θα φτάσει ίσα με κει
για να γιατρέψει , τα λαβωμένα φτερά των περιστεριών
Ποτάμι ο έρωτας
Ποτάμι ο έρωτας βαθύ
χύνεται μες το σώμα
του νιού που ξέρει ν’ αγαπά
προσμένοντας στο δώμα
Θα ‘ρθει η αγαπημένη του
τ ‘αστέρι της ζωής του
και φεγγαρένια θα γεννεί
στον δρόμο της ψυχής του
Πνίγει ο αγέρας στη σιωπή
κραυγές του πόθου θρόες
κορίτσια νιές την χρυσαυγή
πεντάμορφες , αθώες
Σβήνει τ’ ανέμου η πνοή
στο στολισμένο στρώμα
σε πούπουλα ολομέταξα
χορεύουν ως το γιόμα
Πουλάκι πιάνομαι
Πουλάκι πιάνομαι , αγέρα δέρνω
την φύση γεύομαι , το χώμα παίρνω
ρίχνω στην πέτρα μια σπρωξιά , χαϊδεύω το ποτάμι
στις ρεματιές παντρεύομαι , και στο νεράκι σπέρνω
Πόρτα π’ ανοίγεις μην την κλαις
θα μπει ο ξένος μέσα
θάλασσες φτιάχνει , ο χορός
με λεβεντιά και μπέσα
Τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
βάφω το σπίτι θαλασσί
τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
άγκυρα ρίχνω στην ζωή
Προσγειώσου
Ξυλάκι παγωτό μες τον χειμώνα
μ' αμάνικο μακό σε σκούρο χρώμα
τι λες ρε φίλε πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά
Προσγειώσου στο σήμερα
άσε το αύριο μετά
μην φλιπάρεις , πιο ήμερα
η ζωή μας προχωρά
Δες το τώρα κι ανάρρωσε
πες το ναι , έστω και αργά
ότι φθάνει , μας άφησε
η ζωή που προχωρά
Με μάλλινο παλτό στο καλοκαίρι
τις νύχτες σου τις κάνεις μεσημέρι
τι λες ρε φίλε , πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά
Πρωινή περιπολία
Το θαλασσί καπέλο που φοράς
στο άγγιξε ο γλάρος
ο λίβας του καλοκαιριού
κι η δίψα του μεσημεριού
Πρωινή περιπολία καϊκιών
μες το λευκό κορμί σου
νυχτερινή ακολουθία μετ' υμών
στην δίνη της ψυχής σου
Λευκό το φόρεμα στο φως
το σέρνουν οι αχτίδες
του χρυσαφένιου ήλιου του Μαγιού
στην ώρα του αποχαιρετισμού
Πώς να σου κλέψω την καρδιά
Πώς να σου κλέψω την καρδιά
με μια άγρια φράουλα τού δάσους
να σ ‘αγαπήσω , να σε λούσω
με το νεράκι τής πηγής.
Πώς να στολίσω τα μαλλιά σου
μ ‘όλα τα κρίνα τού Απρίλη
να σ ‘αγαπήσω , να σε ντύσω
μ ‘όλο μετάξι και πετράδια
Πώς να σού κλέψω την καρδιά
μ ‘ένα τριαντάφυλλο στο στήθος
για ν ‘αγαπήσεις όλη την φύση
να την γευθείς παντοτινά
Πώς να χαρίσω στην μορφή σου
όλου τού ήλιου την γυαλάδα
να σ ‘αγαπήσω , να σου δώσω
του αγριομελισσιού το μέλι.
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Μ-Ν-Ξ )
Μαύρο μου μαντήλι
Μαύρο μου μαντήλι στο όνειρο κρατώ
κρυμμένο σε κασέλα σ ‘αλαργινό καιρό
την μοίρα να μου λέει σαν μια μάγισσα
τον κόσμο αυτόν που είδα δεν τον σεργιάνισα
Σπρώχνω και ρίχνω τον καημό
κάνω δικό μου ένα σκοπό
τραγουδημένο
Πίνω και λέω άιντε γεια
παραγγελιά σε ένα καιρό
παρατημένο
Άσπρο μου περιστέρι πετά στα χαμηλά
στις αγορές του κόσμου ζητάει δανεικά
κρύβεται την ημέρα για να φανερωθεί
στην δύση να πετάξει και να λευτερωθεί
Μαύρο πουλί
Μαύρο πουλί κατάμαυρο , ταξίδεψε στην χώρα
στην πύλη του Αχέροντα , στων ποιητών την χώρα
μαντάτο φέρνει σε χαρτί ,μα πριν προλάβουν άλλοι
διαβάζει ρίμα ο κύρης του , προστάζει σαν αφέντης
Σκοτώστε το πανάθεμα ,να ελαφρύνει ο πόνος
της μαύρη μοίρα της ζωής , να την ξεπλύνει ο χρόνος
ο γιος ο νιος της χρυσαυγής , δεν ζει μες στα παλάτια
μα με αγγέλους συντροφιά στ' απάνω μονοπάτια
Είδε κι απόειδε ο γονιός , απόφαση το πήρε
ζευγάδες και πεταλωτές τ' άλογο ν' αρματώσουν
για να ανταμώσει μακριά , κει που νερό στερεύει
τον ήλιο κανακάρη του , στου χάρου την ανέμη
Μέρες λαϊκές
Σ’ ένα δωμάτιο φτηνό
θα περιμένω τον καιρό
να ξημερώσει
Λένε ειδήσεις φονικά
κι ότι σ’ αγγίζουν την καρδιά
μόλις νυχτώσει
Μα είναι οι μέρες λαϊκές
φαρμάκι στάζουν κι οι γιορτές
σαν τις θυμάμαι
Τις Κυριακές τα πρωινά
στο σπίτι παίζουν τα παιδιά
και γιορτινά φοράνε
Το μεροκάματο σκληρό
φεύγει η μέρα στο μπετό
και στο καρνάγιο
Καινούργιο έφτιαξα σκαρί
για να μπαρκάρει σ’ άλλη γη
να βρει μουράγιο
Μήνες
Ζυγώνει ο Απρίλης
το θρόισμα της μέλισσας
στον ήλιο του μεσημεριού
σβήνει δειλά
Σιμώνει ο Ιούνης
στην απανεμιά της θάλασσας
των δελφινιών πορεία
ακολουθεί
Κοχλάζει ο Ιούλης
κι η κάψα του καλοκαιριού
στην ανεμελιά του απόβραδου
με οδηγεί
Οδεύει ο Σεπτέμβρης
στο μουσκεμένο χώμα
της βροχής την δροσιά
ψηλαφίζω
Μια Ελλάδα φως
Για της Ελλάδας το χατίρι
θα πίνω στην υγειά της
στο διαμαντένιο της ποτήρι
κρασί , σταφύλι , τα νησιά της
Πλέκει ο αγέρας με το κύμα
άγγιγμα δίνει στο κορμί μου
του Μεγα Αλέξανδρου το βήμα
αυτό διαβαίνει η ψυχή μου
Μια Ελλάδα φως
μια Ελλάδα ήλιος
και κάτι νύχτες με φεγγάρι
στην αγκαλιά του Αλωνάρη
Μια Ελλάδα ήλιος
μια Ελλάδα φως
και μες το ξάστερο το βράδυ
τ’ άστρα ανθίζουν στο σκοτάδι
Μικρά Ασία
Στην Σμύρνη δεν έζησα ποτέ
μα πάντα στην καρδιά μου
τα χρόνια της καταστροφής
βλέπω στα όνειρα μου
Στην Σμύρνη και στο Αϊβαλή
φυσάν ασκοί ανέμου
σκληρή η επιστροφή
στα χρόνια του πολέμου
Ήτανε τότε που δειλά
έφυγε κι η γιαγιά μου
τα χρόνια εκείνα τα σκληρά
κρατώ μες την καρδιά μου
Μου λέγε εικόνες θλιβερές
στου γυρισμού την ώρα
σφαίρες παντού φαρμακερές
θερίζανε την χώρα
Γυναίκες μάνες και παιδιά
το μοιρολόι πιασαν
ξέρουν δεν θα γυρίσουν πια
το βιός τους όλο χάσαν
Πρόσφυγες γύρισαν ξανά
στην ίδια τους πατρίδα
μ’ από της στάχτης την φωτιά
φουντώνει η ελπίδα
Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό
Η ώρα φεύγει , τι να σημαίνει
κόσμος πάει κι έρχεται
η νύχτα μπαίνει , τ’ άστρα υφαίνει
στα μετάξια ντύνεται
Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό
κι ένα φεγγάρι
ρίξε τον πόνο στον γκρεμό
παλικάρι
άνοιξε πάλι τα φτερά
πέτα ψηλά
Πλήθος που σπρώχνει , ώρες που διώχνει
απ’ την σκέψη το κακό
λόγια και νότες , εικόνες νόθες
τριγυρίζουν το μυαλό
Να ‘χα την δύναμη
Με βρήκε το ξημέρωμα
μονάχος μου να πίνω
στου κόσμου τα μετέωρα
κορμί ψυχή στα δίνω
Να ‘χα την δύναμη να ‘ρθώ
ν ‘αγγίξω την ψυχή σου
με το αθάνατο νερό
να λούσω το κορμί σου
Η νύχτα φεύγει κι έρχεται
πρωί κι ο πόνος μπάζει
η θλίψη δεν αντέχεται
το δάκρυ όταν στάζει
Νεκρώσιμη ακολουθία
Καρφώστε τούς σταυρούς , στο χώμα
χιλίων νεκρών , τ ‘αμέτρητο τ ‘ασκέρι
λίγης ζωής, πνοή να ‘χα ακόμα
για να κρατούσα , των φονιάδων χέρι
Μες τις πληγές , πηχτό είναι το αίμα
αθώων παιδιών , προστάτων τής θυσίας
κρατάν σπαθιά , και πριν ν’αρθεί το γέρμα
πέφτουν νεκρά , για χάρη τής πατρίδας.
Νύχτα μαγικιά
Κι αν έχει άσχημο καιρό
με το κορίτσι μου θα βγω
ραντεβού στο ακρογιάλι
Ρομάντζα κάπου στην γωνιά
και στο μπουζούκι μια πενιά
νύχτωσε κι απόψε πάλι
Είναι η νύχτα μαγικιά κι είσαι κοντά μου
κρατώ τα αστέρια να στα δώσω έρωτα μου
ας μην τελείωνε κι απόψε η βραδιά
και το πρωί να κοιμηθούμε αγκαλιά
Πέρασαν χρόνια αρκετά
και φτερουγίζει η καρδιά
κάθε μας στιγμή και βήμα
Κρατώ στο χέρι συντροφιά
μπουζούκι να με κελαηδά
γλέντα και ζωή ξεκίνα
Ξεθωριασμένη μοναξιά
Ένας ωκεανός βαθύς και μόνος
άλυτο σχοινί το κόβει ο πόνος
θύελλες θάλασσες και μύρια μέρη
κλεισμένα όλα σε χαρτί με βουλοκέρι
Κλείστηκε ο κόσμος στα στενά και στα σοκάκια
άδραξε η μέρα και ξεπρόβαλαν βραδάκια
ζωγραφισμένα με μπογιά πάνω σε τοίχους
ξεθωριασμένη μοναξιά στον ρου του πλήθους
O ουρανός γαλάζιος και μεγάλος
πρώτο φιλί στο πήρα με το θάρρος
στ' ακροθαλάσσι , βότσαλο το κορμί σου
ναυαγισμένο , στις ακτές του παραδείσου
Με καβάντζα καμμιά
Στα υπόγεια του νού
σε τροχιές ουρανού , περπατάω
Στη ζωή μου ως εξής
πάντα γίνομαι ευθύς , δεν ρωτάω
Με καβάντζα καμιά
προχωράω μπροστά
και περνάω
βολοδέρνω στο φως
πανταχών ταπεινός
περπατάω
Σε φαράγγια στενά
και με χίλια δεινά , τραγουδάω
Αντηχεί η φωνή
με συρμών την βοή , και γερνάω
Μαύρο μου μαντήλι στο όνειρο κρατώ
κρυμμένο σε κασέλα σ ‘αλαργινό καιρό
την μοίρα να μου λέει σαν μια μάγισσα
τον κόσμο αυτόν που είδα δεν τον σεργιάνισα
Σπρώχνω και ρίχνω τον καημό
κάνω δικό μου ένα σκοπό
τραγουδημένο
Πίνω και λέω άιντε γεια
παραγγελιά σε ένα καιρό
παρατημένο
Άσπρο μου περιστέρι πετά στα χαμηλά
στις αγορές του κόσμου ζητάει δανεικά
κρύβεται την ημέρα για να φανερωθεί
στην δύση να πετάξει και να λευτερωθεί
Μαύρο πουλί
Μαύρο πουλί κατάμαυρο , ταξίδεψε στην χώρα
στην πύλη του Αχέροντα , στων ποιητών την χώρα
μαντάτο φέρνει σε χαρτί ,μα πριν προλάβουν άλλοι
διαβάζει ρίμα ο κύρης του , προστάζει σαν αφέντης
Σκοτώστε το πανάθεμα ,να ελαφρύνει ο πόνος
της μαύρη μοίρα της ζωής , να την ξεπλύνει ο χρόνος
ο γιος ο νιος της χρυσαυγής , δεν ζει μες στα παλάτια
μα με αγγέλους συντροφιά στ' απάνω μονοπάτια
Είδε κι απόειδε ο γονιός , απόφαση το πήρε
ζευγάδες και πεταλωτές τ' άλογο ν' αρματώσουν
για να ανταμώσει μακριά , κει που νερό στερεύει
τον ήλιο κανακάρη του , στου χάρου την ανέμη
Μέρες λαϊκές
Σ’ ένα δωμάτιο φτηνό
θα περιμένω τον καιρό
να ξημερώσει
Λένε ειδήσεις φονικά
κι ότι σ’ αγγίζουν την καρδιά
μόλις νυχτώσει
Μα είναι οι μέρες λαϊκές
φαρμάκι στάζουν κι οι γιορτές
σαν τις θυμάμαι
Τις Κυριακές τα πρωινά
στο σπίτι παίζουν τα παιδιά
και γιορτινά φοράνε
Το μεροκάματο σκληρό
φεύγει η μέρα στο μπετό
και στο καρνάγιο
Καινούργιο έφτιαξα σκαρί
για να μπαρκάρει σ’ άλλη γη
να βρει μουράγιο
Μήνες
Ζυγώνει ο Απρίλης
το θρόισμα της μέλισσας
στον ήλιο του μεσημεριού
σβήνει δειλά
Σιμώνει ο Ιούνης
στην απανεμιά της θάλασσας
των δελφινιών πορεία
ακολουθεί
Κοχλάζει ο Ιούλης
κι η κάψα του καλοκαιριού
στην ανεμελιά του απόβραδου
με οδηγεί
Οδεύει ο Σεπτέμβρης
στο μουσκεμένο χώμα
της βροχής την δροσιά
ψηλαφίζω
Μια Ελλάδα φως
Για της Ελλάδας το χατίρι
θα πίνω στην υγειά της
στο διαμαντένιο της ποτήρι
κρασί , σταφύλι , τα νησιά της
Πλέκει ο αγέρας με το κύμα
άγγιγμα δίνει στο κορμί μου
του Μεγα Αλέξανδρου το βήμα
αυτό διαβαίνει η ψυχή μου
Μια Ελλάδα φως
μια Ελλάδα ήλιος
και κάτι νύχτες με φεγγάρι
στην αγκαλιά του Αλωνάρη
Μια Ελλάδα ήλιος
μια Ελλάδα φως
και μες το ξάστερο το βράδυ
τ’ άστρα ανθίζουν στο σκοτάδι
Μικρά Ασία
Στην Σμύρνη δεν έζησα ποτέ
μα πάντα στην καρδιά μου
τα χρόνια της καταστροφής
βλέπω στα όνειρα μου
Στην Σμύρνη και στο Αϊβαλή
φυσάν ασκοί ανέμου
σκληρή η επιστροφή
στα χρόνια του πολέμου
Ήτανε τότε που δειλά
έφυγε κι η γιαγιά μου
τα χρόνια εκείνα τα σκληρά
κρατώ μες την καρδιά μου
Μου λέγε εικόνες θλιβερές
στου γυρισμού την ώρα
σφαίρες παντού φαρμακερές
θερίζανε την χώρα
Γυναίκες μάνες και παιδιά
το μοιρολόι πιασαν
ξέρουν δεν θα γυρίσουν πια
το βιός τους όλο χάσαν
Πρόσφυγες γύρισαν ξανά
στην ίδια τους πατρίδα
μ’ από της στάχτης την φωτιά
φουντώνει η ελπίδα
Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό
Η ώρα φεύγει , τι να σημαίνει
κόσμος πάει κι έρχεται
η νύχτα μπαίνει , τ’ άστρα υφαίνει
στα μετάξια ντύνεται
Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό
κι ένα φεγγάρι
ρίξε τον πόνο στον γκρεμό
παλικάρι
άνοιξε πάλι τα φτερά
πέτα ψηλά
Πλήθος που σπρώχνει , ώρες που διώχνει
απ’ την σκέψη το κακό
λόγια και νότες , εικόνες νόθες
τριγυρίζουν το μυαλό
Να ‘χα την δύναμη
Με βρήκε το ξημέρωμα
μονάχος μου να πίνω
στου κόσμου τα μετέωρα
κορμί ψυχή στα δίνω
Να ‘χα την δύναμη να ‘ρθώ
ν ‘αγγίξω την ψυχή σου
με το αθάνατο νερό
να λούσω το κορμί σου
Η νύχτα φεύγει κι έρχεται
πρωί κι ο πόνος μπάζει
η θλίψη δεν αντέχεται
το δάκρυ όταν στάζει
Νεκρώσιμη ακολουθία
Καρφώστε τούς σταυρούς , στο χώμα
χιλίων νεκρών , τ ‘αμέτρητο τ ‘ασκέρι
λίγης ζωής, πνοή να ‘χα ακόμα
για να κρατούσα , των φονιάδων χέρι
Μες τις πληγές , πηχτό είναι το αίμα
αθώων παιδιών , προστάτων τής θυσίας
κρατάν σπαθιά , και πριν ν’αρθεί το γέρμα
πέφτουν νεκρά , για χάρη τής πατρίδας.
Νύχτα μαγικιά
Κι αν έχει άσχημο καιρό
με το κορίτσι μου θα βγω
ραντεβού στο ακρογιάλι
Ρομάντζα κάπου στην γωνιά
και στο μπουζούκι μια πενιά
νύχτωσε κι απόψε πάλι
Είναι η νύχτα μαγικιά κι είσαι κοντά μου
κρατώ τα αστέρια να στα δώσω έρωτα μου
ας μην τελείωνε κι απόψε η βραδιά
και το πρωί να κοιμηθούμε αγκαλιά
Πέρασαν χρόνια αρκετά
και φτερουγίζει η καρδιά
κάθε μας στιγμή και βήμα
Κρατώ στο χέρι συντροφιά
μπουζούκι να με κελαηδά
γλέντα και ζωή ξεκίνα
Ξεθωριασμένη μοναξιά
Ένας ωκεανός βαθύς και μόνος
άλυτο σχοινί το κόβει ο πόνος
θύελλες θάλασσες και μύρια μέρη
κλεισμένα όλα σε χαρτί με βουλοκέρι
Κλείστηκε ο κόσμος στα στενά και στα σοκάκια
άδραξε η μέρα και ξεπρόβαλαν βραδάκια
ζωγραφισμένα με μπογιά πάνω σε τοίχους
ξεθωριασμένη μοναξιά στον ρου του πλήθους
O ουρανός γαλάζιος και μεγάλος
πρώτο φιλί στο πήρα με το θάρρος
στ' ακροθαλάσσι , βότσαλο το κορμί σου
ναυαγισμένο , στις ακτές του παραδείσου
Με καβάντζα καμμιά
Στα υπόγεια του νού
σε τροχιές ουρανού , περπατάω
Στη ζωή μου ως εξής
πάντα γίνομαι ευθύς , δεν ρωτάω
Με καβάντζα καμιά
προχωράω μπροστά
και περνάω
βολοδέρνω στο φως
πανταχών ταπεινός
περπατάω
Σε φαράγγια στενά
και με χίλια δεινά , τραγουδάω
Αντηχεί η φωνή
με συρμών την βοή , και γερνάω
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Κ-Λ )
Καράβι που δάκρυσε
Σκισμένος ο χάρτης , σάπια πυξίδα
κι ο δρόμος της ελπίδας , μελαγχολικός
άνεμος γδάρτης , λερναία ύδρα
σε ένα σκαρί λεηλατημένο , δυστυχώς
Καράβι που δάκρυσε
καράβι που άφησε
τους πόνους του πίσω
Σκαρί που σκούριασε
σκαρί που ούρλιαξε
στον χρόνο θα ρίξω
Γδαρμένα πανιά με ξύλα σπασμένα
σε πορεία μιας ώρας στον θανατά
δεν έχει θεμέλια , δεν έχει ελπίδα
σε πέλαγος ανήλεο , λυσσομανά
Κι ένα φεγγάρι
Μέθυσος ήλιος
βολοδέρνει σ' αγέρα προσμονής
ανέραστος , φίλος
ψυχή πουλάει , μιας δραχμής
Κι ένα φεγγάρι αχ φεγγάρι μακρινό
με παρασέρνει στου ουρανού την νηνεμιά
σ' ένα λιμάνι αχ λιμάνι βορινό
θα ατενίζω των κορμιών την ερημιά
Ψεύτικη η μέρα
εξαργυρώνεται στα δήθεν και τα νά
της μοίρας η σφαίρα
δείχνει τον δρόμο του...μετά
Κλωνάρι ανθισμένο
Έχω στο μυαλό μου έναν γκρεμό
και μια εικόνα μου χαρίζει θλίψη
κουράγιο αποζητώ και λυτρωμό
σαν το λουλούδι που παλεύει να ανοίξει
Κλωνάρι θα γίνω ανθισμένο
και στο καλοκαιράκι θα χαρώ
με μυρωδιές θα έχω απλωμένο
το πείσμα που με κάνει να νικώ
Οι θύμησες γκρεμίζουνε τα τείχη
κι η δύναμη πηγάζει απ’ τον θεό
αυτός που απαρνιέται λήθη
σκάβει και χτίζει το καλό
Κοινός θνητός
Κοινός θνητός
μες το χρυσαφί φως του φθινοπώρου
σε κάβους που χάρτινα καράβια
καθρεφτίζονται απ' την λάμψη των αστεριών
Κοινός θνητός
μες τις αποχρώσεις της πανσέληνου
σε θαλασσόδαρτες θάλασσες , που ο γονιός
προστάζει , θωρεί , αγκαλιάζει
Κοινός θνητός
μες την πλημμύρα των αισθήσεων της ήβης
στις χαραμάδες , εκεί πού ο ήλιος αναδύει την αγάπη
εκεί που η άνοιξη και φέτος θα'ρθει
Κοινωνική αναζήτηση
Λάγνος αγέρας για τους χαρταετούς
μαύρη παντιέρα χωρίς , πορισμούς
ξοδεύει το ζήτω , στο θέτω , προς ζην
στην χώρα του τότε , των πάμε , των μην
Ανέμελη λήξη πορείας στο τώρα
μαζεύω στο χάος , για είναι μου δώρα
η σβάστικα θάφτηκε για πάντα στο χώμα
σοφία μαζεύτηκε στο αίμα πληθώρα
Απρόσμενη πράξη λατρείας , σαν δώρο
δεμένη πισώπλατα μ' ομφάλιο λώρο
ξοδεύει απλόχερα αισθήματα μίσους
γυρεύοντας ρότα , σε νέους αβύσσους
Κοινωνικό γίγνεσθαι
Ο τόπος μου μυρίζει γιασεμί
το σπίτι μου , ανδρείας θαλπωρή
γεννάει βρέφη , σαν δένδρα μεγαλώνουν
κι από αγάπη , τα φύλλα τους απλώνουν
Αν τα κόψεις θεριεύουν
αν τα δέσεις αγριεύουν
αν τα μιλήσεις ημερεύουν
αν τα αγγίξεις γαληνεύουν
Η ζήση μου απανωτή κραυγή
κατατρεγμένη απ’ του χρόνου την ροή
περνάει ποτάμια βουνά κι εμπόδια
ξέφραγα όρια , κι αδέσποτα βόλια
Κόκκινη ζωή
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη κι ή πλάση
ανταύγειες και αποχρώσεις
πλάθουν την νύχτα
πού γλυκαίνει, σαν το παλιό κρασί.
Νοστάλγησα....
το φως τού ουρανού.
Νοστάλγησα το χάδι
πού δεν το ‘νιωσα.....
Κόπηκε στα δυο ή αγάπη.
Χρώματα χιλιάδες
θάμπωσαν τα μάτια μου
μα τον ήλιο και την θάλασσα
αγάπησα πιο πολύ
σύντροφοι μου.
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη ή ζωή.
Κόσμε σε ξέρω
Τα λαϊκά τις Κυριακές ακούγαμε το βράδυ
σ’ ένα τραπέζι καπνός κι αλκοόλ αγκάλη
φεύγει ο καιρός και η μοίρα στο σημάδι
ότι μας δένει , είναι το φως μες το σκοτάδι
Κόσμε σε ξέρω και θ’ αναστηθώ
απ’ την αγάπη σου θα ξαναγεννηθώ
Τις μέρες βάζαμε κρυφά τον έρωτα σημάδι
πετάγαμε με σαϊτιές , μήνυμα με πετράδι
λόγια δεν μάθαμε σκληρά ,υψώσαμε σημαίες
και στης ζωής την ζυγαριά , ασήκωτες οι μέρες
Κόσμος ρεφενέ
Χαθήκανε οι θάλασσες
καράβια άλλαξαν ρότα
στην παγωνιά και στον βοριά
στης λησμονιάς την πόρτα
Είναι ο κόσμος ρεφενέ
κάθε στιγμή ολόιδιος
κερνά τσιγάρο και καφέ
στου παραλόγου τον μπερντέ
Αντάμωσαν οι άνθρωποι
στης νύχτας την κραιπάλη
κι ήρθε νωρίς η χαραυγή
με άδειο το μπουκάλι
Κουρσάρος θα είμαι
Στ’ απέναντι μπαλκόνι , βροχή και σκόνη
μια μοναξιά που ξετυλίγεται μπροστά μου
έρημοι δρόμοι κι έρχεται σχόλη
απ’ την δουλειά , κράτα καρδιά μου
Σάββατο Κυριακή όμως θα φύγω
θα πάω μακριά , για λίγο μόνος
θα ταξιδέψω σε απάνεμα λιμάνια
κουρσάρος θα είμαι , σ’ άδεια καράβια
Σ’ ένα μπαράκι ακρινό , καπνός και ουίσκι
λιμάνια πέλαγα , μοναχικές καρδιές
η αγάπη ,αγάπες μου σε πόσους ανήκει
οργισμένη ψυχή μου , μες στις ψυχές
Λεβέντης πάντα ήμουνα
Της πόλης το νερό δεν πρόλαβα να πιω
ούτε και γνώρισα της Σμύρνης τον καπνό
γεννήθηκα σε μια γωνιά κάπου στην Αθήνα
στα χρόνια της υπομονής , υπόγειο και πείνα
Αλήτη δεν με είπανε ,ούτε και γυρολόγο
κράταγα πάντα πισινή δεν ζήταγα τον λόγο
Λεβέντης πάντα ήμουνα και νιος ποτέ αγύρτης
σήμερα , αύριο , ποτέ , να ‘μαι από θύμα θύτης
Μητέρα δεν με βύζαξε , πέθανε μες την γέννα
και πιτσιρίκι εγώ δειλά , ο δρόμος μου αρένα
πόνεσα , πάλεψα σκληρά κι ο κόσμος μου ανήκει
χίμαιρες σπέρνει ο καιρός , και νίκη φέρνει η πίστη
Λιτανεία
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
δεν θα φέρει την βροχή.
Ασπίδες οργισμένων αγγέλων
τις καταιγίδες κρατούν
να μην τις πιει ό ωκεανός
να μην χορτάσει ή γη
στις φλέβες της δροσιά.
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
για πάντα θα χαθεί.
Έφτασε ή ώρα τής κρίσης.
Σκισμένος ο χάρτης , σάπια πυξίδα
κι ο δρόμος της ελπίδας , μελαγχολικός
άνεμος γδάρτης , λερναία ύδρα
σε ένα σκαρί λεηλατημένο , δυστυχώς
Καράβι που δάκρυσε
καράβι που άφησε
τους πόνους του πίσω
Σκαρί που σκούριασε
σκαρί που ούρλιαξε
στον χρόνο θα ρίξω
Γδαρμένα πανιά με ξύλα σπασμένα
σε πορεία μιας ώρας στον θανατά
δεν έχει θεμέλια , δεν έχει ελπίδα
σε πέλαγος ανήλεο , λυσσομανά
Κι ένα φεγγάρι
Μέθυσος ήλιος
βολοδέρνει σ' αγέρα προσμονής
ανέραστος , φίλος
ψυχή πουλάει , μιας δραχμής
Κι ένα φεγγάρι αχ φεγγάρι μακρινό
με παρασέρνει στου ουρανού την νηνεμιά
σ' ένα λιμάνι αχ λιμάνι βορινό
θα ατενίζω των κορμιών την ερημιά
Ψεύτικη η μέρα
εξαργυρώνεται στα δήθεν και τα νά
της μοίρας η σφαίρα
δείχνει τον δρόμο του...μετά
Κλωνάρι ανθισμένο
Έχω στο μυαλό μου έναν γκρεμό
και μια εικόνα μου χαρίζει θλίψη
κουράγιο αποζητώ και λυτρωμό
σαν το λουλούδι που παλεύει να ανοίξει
Κλωνάρι θα γίνω ανθισμένο
και στο καλοκαιράκι θα χαρώ
με μυρωδιές θα έχω απλωμένο
το πείσμα που με κάνει να νικώ
Οι θύμησες γκρεμίζουνε τα τείχη
κι η δύναμη πηγάζει απ’ τον θεό
αυτός που απαρνιέται λήθη
σκάβει και χτίζει το καλό
Κοινός θνητός
Κοινός θνητός
μες το χρυσαφί φως του φθινοπώρου
σε κάβους που χάρτινα καράβια
καθρεφτίζονται απ' την λάμψη των αστεριών
Κοινός θνητός
μες τις αποχρώσεις της πανσέληνου
σε θαλασσόδαρτες θάλασσες , που ο γονιός
προστάζει , θωρεί , αγκαλιάζει
Κοινός θνητός
μες την πλημμύρα των αισθήσεων της ήβης
στις χαραμάδες , εκεί πού ο ήλιος αναδύει την αγάπη
εκεί που η άνοιξη και φέτος θα'ρθει
Κοινωνική αναζήτηση
Λάγνος αγέρας για τους χαρταετούς
μαύρη παντιέρα χωρίς , πορισμούς
ξοδεύει το ζήτω , στο θέτω , προς ζην
στην χώρα του τότε , των πάμε , των μην
Ανέμελη λήξη πορείας στο τώρα
μαζεύω στο χάος , για είναι μου δώρα
η σβάστικα θάφτηκε για πάντα στο χώμα
σοφία μαζεύτηκε στο αίμα πληθώρα
Απρόσμενη πράξη λατρείας , σαν δώρο
δεμένη πισώπλατα μ' ομφάλιο λώρο
ξοδεύει απλόχερα αισθήματα μίσους
γυρεύοντας ρότα , σε νέους αβύσσους
Κοινωνικό γίγνεσθαι
Ο τόπος μου μυρίζει γιασεμί
το σπίτι μου , ανδρείας θαλπωρή
γεννάει βρέφη , σαν δένδρα μεγαλώνουν
κι από αγάπη , τα φύλλα τους απλώνουν
Αν τα κόψεις θεριεύουν
αν τα δέσεις αγριεύουν
αν τα μιλήσεις ημερεύουν
αν τα αγγίξεις γαληνεύουν
Η ζήση μου απανωτή κραυγή
κατατρεγμένη απ’ του χρόνου την ροή
περνάει ποτάμια βουνά κι εμπόδια
ξέφραγα όρια , κι αδέσποτα βόλια
Κόκκινη ζωή
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη κι ή πλάση
ανταύγειες και αποχρώσεις
πλάθουν την νύχτα
πού γλυκαίνει, σαν το παλιό κρασί.
Νοστάλγησα....
το φως τού ουρανού.
Νοστάλγησα το χάδι
πού δεν το ‘νιωσα.....
Κόπηκε στα δυο ή αγάπη.
Χρώματα χιλιάδες
θάμπωσαν τα μάτια μου
μα τον ήλιο και την θάλασσα
αγάπησα πιο πολύ
σύντροφοι μου.
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη ή ζωή.
Κόσμε σε ξέρω
Τα λαϊκά τις Κυριακές ακούγαμε το βράδυ
σ’ ένα τραπέζι καπνός κι αλκοόλ αγκάλη
φεύγει ο καιρός και η μοίρα στο σημάδι
ότι μας δένει , είναι το φως μες το σκοτάδι
Κόσμε σε ξέρω και θ’ αναστηθώ
απ’ την αγάπη σου θα ξαναγεννηθώ
Τις μέρες βάζαμε κρυφά τον έρωτα σημάδι
πετάγαμε με σαϊτιές , μήνυμα με πετράδι
λόγια δεν μάθαμε σκληρά ,υψώσαμε σημαίες
και στης ζωής την ζυγαριά , ασήκωτες οι μέρες
Κόσμος ρεφενέ
Χαθήκανε οι θάλασσες
καράβια άλλαξαν ρότα
στην παγωνιά και στον βοριά
στης λησμονιάς την πόρτα
Είναι ο κόσμος ρεφενέ
κάθε στιγμή ολόιδιος
κερνά τσιγάρο και καφέ
στου παραλόγου τον μπερντέ
Αντάμωσαν οι άνθρωποι
στης νύχτας την κραιπάλη
κι ήρθε νωρίς η χαραυγή
με άδειο το μπουκάλι
Κουρσάρος θα είμαι
Στ’ απέναντι μπαλκόνι , βροχή και σκόνη
μια μοναξιά που ξετυλίγεται μπροστά μου
έρημοι δρόμοι κι έρχεται σχόλη
απ’ την δουλειά , κράτα καρδιά μου
Σάββατο Κυριακή όμως θα φύγω
θα πάω μακριά , για λίγο μόνος
θα ταξιδέψω σε απάνεμα λιμάνια
κουρσάρος θα είμαι , σ’ άδεια καράβια
Σ’ ένα μπαράκι ακρινό , καπνός και ουίσκι
λιμάνια πέλαγα , μοναχικές καρδιές
η αγάπη ,αγάπες μου σε πόσους ανήκει
οργισμένη ψυχή μου , μες στις ψυχές
Λεβέντης πάντα ήμουνα
Της πόλης το νερό δεν πρόλαβα να πιω
ούτε και γνώρισα της Σμύρνης τον καπνό
γεννήθηκα σε μια γωνιά κάπου στην Αθήνα
στα χρόνια της υπομονής , υπόγειο και πείνα
Αλήτη δεν με είπανε ,ούτε και γυρολόγο
κράταγα πάντα πισινή δεν ζήταγα τον λόγο
Λεβέντης πάντα ήμουνα και νιος ποτέ αγύρτης
σήμερα , αύριο , ποτέ , να ‘μαι από θύμα θύτης
Μητέρα δεν με βύζαξε , πέθανε μες την γέννα
και πιτσιρίκι εγώ δειλά , ο δρόμος μου αρένα
πόνεσα , πάλεψα σκληρά κι ο κόσμος μου ανήκει
χίμαιρες σπέρνει ο καιρός , και νίκη φέρνει η πίστη
Λιτανεία
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
δεν θα φέρει την βροχή.
Ασπίδες οργισμένων αγγέλων
τις καταιγίδες κρατούν
να μην τις πιει ό ωκεανός
να μην χορτάσει ή γη
στις φλέβες της δροσιά.
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
για πάντα θα χαθεί.
Έφτασε ή ώρα τής κρίσης.
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Ζ-Η-Θ-Ι )
Ζωγραφιά
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το βαθύ γαλάζιο τού Αιγαίου
ή με τ ‘ουράνιου τόξου , την θωριά.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το σταχτί χρώμα τής καταιγίδας
ή με τής φωτιάς , το κόκκινο στεφάνι.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με των σταχιών τούς ηλιοκαμένους καρπούς
ή με τις μοναξιάς , την απέραντη πίκρα.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με τις ειρήνης το λευκό το περιστέρι
ή με τις νιότης , την κατάξανθη μπογιά.
Ζωγράφισα την μοναξιά σου
Ζωγράφισα την μοναξιά σου με μπογιά
το ολόμαυρο τής νιότης σου πουλί
το ‘δωσα χρώμα άσπρο κίτρινο θαλασσί
το ‘δωσα ελπίδα και πνοή
Ζωγράφισα το πρόσωπο σου με μπογιά
μάτια φρύδια και μαλλιά αγάπες μου
βαρκούλα με κατάρτι , το φιλί
με παρασέρνει , μακριά
Ζωγράφισα στην ήβη σου , τον πόθο
ατελείωτη ηδονή
ταξίδι , μεγάλο , ερωτικό
κάτω από τα βέλη του ουράνιου τόξου
Ήλιε καραβοκύρη μου
Αγρίεψε ο καιρός
χειμώνας μισερός
στην παγωνιά , το σπίτι κλαίει
Περίσσεψε ο καημός
και ένας γκρίζος ουρανός
ρίχνει τα βέλη του και λέει
Ήλιε καραβοκύρη μου
βγες απ’ το μπαλκόνι
χορό να στήσω αντικριστό
στου πόθου το αλώνι
Ήλιε κι αποσπερίτη μου
στο φως του δειλινού μου
πάρε απ’ την άνοιξη σωρό
καρπούς του θερισμού μου
Άνθη της λεμονιάς
κρινάκια Πασχαλιάς
παντρεύτηκαν , μια μέρα βροχερή
Λόγια που θα μου πεις
στιχάκια μιας στιγμής
θα λύσουνε για πάντα την σιωπή
Ήπια από τα χείλη σου
Στον Κορινθιακό
σου ‘δωσα την αγάπη μου
στου ήλιου πρωινό
Στον Παγασητικό
τα φίλησα τα χείλη σου
μες τον πλατύ γιαλό
Και ήπια από τα χείλη σου
δύο γουλιές ακόμα
κι απ’ το φιλί σου μέθυσα
μες του Μαγιού το γιόμα
Σου ‘δωσα την αγάπη μου
και θάλασσα γαλάζια
το κύμα να‘χεις συντροφιά
της άνοιξης τα μάγια
Στο Τζάντε έναν χορό
το μεσημέρι χόρευες
μέχρι το δειλινό
Στης Ρόδου τον βυθό
λευκά κοχύλια μάζευες
κοράλλια ένα σωρό
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μέτραγε τα άστρα
έχτιζε κάστρα στο βουνό
λουλούδια πότιζε στην γλάστρα
Έπινε νερό απ’ την πηγή
και θυμαρίσιο μέλι
φόραγε ρούχο θαλασσί
και χαίρονταν οι αγγέλοι
Της ζήσης έπινε κρασί
το νέκταρ της ψυχής του
το μωβ το μαύρο και το γκρι
το χρώμα της ζωής του
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μίλαγε στην μοίρα
μες την καρδιά του θάλασσα
και στο κορμί του αρμύρα
Θα είναι σημάδι
Η πίκρα στάζει σήμερα
βουβή ή Κυριακή και με τρομάζει
έγιναν τα όνειρα εφήμερα
θλίψη και μοναξιά χαράζει
Άδεια ή κάμαρη το φως στο κομοδίνο
θα καίει για κάποιον πού θα ‘ρθη
τρίζει ή πόρτα και ό αγέρας μπάζει
θα ‘ναι σημάδι μέχρι να ‘ρθει ή αυγή
Κόμπος ό πόνος δεν αρκεί
στην άπονη ζωή να ξεστρατίσω
φιλί και χάδι έγινε ή βροχή
τής νιότης την χαρά θα ξαναζήσω
Θα ξαναγεννηθούμε
Σβήσε το φως , στην μικρή κάμαρα
κι έλα να ονειρευτούμε το αύριο.
Ίσως ή αυγή να είναι πιο ρόδινη.
Ίσως ή μέρα να λάμψει στις καρδιές μας.
Θα ζήσουμε καλύτερα.
Σβήσε το φως , κι άσε την νύχτα
να κυλήσει στο χώμα.
Ίσως τα αστέρια να ταξιδέψουν στο κορμί μας.
Ίσως ή παγωνιά τής νύχτας
να μην ξεχειλίσει από την χαραμάδα τής πόρτας.
Ίσως ή αγάπη δεν πεθάνει.
Σβήσε το φως , κι άσε τούς ανθρώπους
να μας κρίνουν.
Θα ταξιδέψω
Σε Κυκλαδίτικο νησί
νύχτα μελένια
μ’ ένα αμέθυστο κρασί
μεθώ τ’ αστέρια
του πρώτου ήλιου αναπνοή
κρατώ στα χέρια
Θα ταξιδέψω στην γαλάζια θάλασσα σου
σου Αιγαίου τα νησιά σου
θα ταξιδέψω στην πλατιά ακρογιαλιά σου
στα λιμάνια της καρδιάς σου
Στης αγκαλιάς σου το στρατί
ξύπνησε η νύχτα
θα ξεπροβάλει η ανατολή
θα φύγει η πίκρα
της άλλης μέρας την πνοή
ήρθα και βρήκα
Θαλασσινή θλίψη
Βούλιαξα τ' άστρα μες την θάλασσα
κι ανέμιζα πανί από την πλώρη
τα έβαλα μ' ανέμους και δεν χάλασα
αυτό που δεν ξανάστησα ακόμη
Η θάλασσα μπρος το νησί
ξερνά κοχύλια λυπημένα
η θάλασσα είναι εκεί
μια μάννα με παιδιά θλιμμένα
Έδεσα κάβο μέσα στ' όνειρο
και ήπια από τ' αλάτι της πληγής σου
αστράφτει κάπου στο απόβραδο
σκοτείνιασε στα βάθη της ψυχής σου
Θαλασσινός δεν ήμουνα
Βάλε στο μυαλό σου μια γραμμή
βρες την αρχή , φτάσε στο τέλος
και μ’ ένα γοργοτάξιδο σκαρί
αρμένισε στης κάθε γης το μέρος
Θαλασσινός δεν ήμουνα
μα όνειρο τα καράβια
οι κάβοι κάθε δειλινό
καθρέφτιζαν φεγγάρια
Θαλασσινός δεν ήμουνα
απόγευμα στο λιοπύρι
καταμεσής στα πέλαγα
με καπετάνιο κύρη
Μπες στο όνειρο σου μια στιγμή
ρωτά για τα πλάτη και τα μήκη
και τι μπορεί να ορίσει η ζωή
όταν θα φτάσει να σ’ ανήκει
Θύμα πολέμου
Η νεκρική μπάντα......
Σιγή στο πρόσωπο σου
ούτε μία σύσπαση μυών
ούτε ένα μικρό ίχνος χαμόγελου.
Τι να συμβαίνει άραγε....
Χαθήκανε τα παλικάρια, στον άθλιο πόλεμο
πού μήτε αρχή, μήτε τέλος έχει.
Η γριά μάννα πώς και πώς περιμένει το παλικάρι της
αναρωτώντας πού να βρίσκεται τώρα.
Αχ και να γινόταν ένα σαπιοκάραβο
να πέρναγε θάλασσες και θάλασσες
να τον αντάμωνε στερνή φορά.
Πόσο θα ήθελε να γινόταν αγριοπούλι
να πέταγε σε άγνωστα μέρη μήπως τον συναντήσει.
Τώρα ποιος θα τής πει....
Το μαύρο μαντάτο....
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το βαθύ γαλάζιο τού Αιγαίου
ή με τ ‘ουράνιου τόξου , την θωριά.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το σταχτί χρώμα τής καταιγίδας
ή με τής φωτιάς , το κόκκινο στεφάνι.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με των σταχιών τούς ηλιοκαμένους καρπούς
ή με τις μοναξιάς , την απέραντη πίκρα.
Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με τις ειρήνης το λευκό το περιστέρι
ή με τις νιότης , την κατάξανθη μπογιά.
Ζωγράφισα την μοναξιά σου
Ζωγράφισα την μοναξιά σου με μπογιά
το ολόμαυρο τής νιότης σου πουλί
το ‘δωσα χρώμα άσπρο κίτρινο θαλασσί
το ‘δωσα ελπίδα και πνοή
Ζωγράφισα το πρόσωπο σου με μπογιά
μάτια φρύδια και μαλλιά αγάπες μου
βαρκούλα με κατάρτι , το φιλί
με παρασέρνει , μακριά
Ζωγράφισα στην ήβη σου , τον πόθο
ατελείωτη ηδονή
ταξίδι , μεγάλο , ερωτικό
κάτω από τα βέλη του ουράνιου τόξου
Ήλιε καραβοκύρη μου
Αγρίεψε ο καιρός
χειμώνας μισερός
στην παγωνιά , το σπίτι κλαίει
Περίσσεψε ο καημός
και ένας γκρίζος ουρανός
ρίχνει τα βέλη του και λέει
Ήλιε καραβοκύρη μου
βγες απ’ το μπαλκόνι
χορό να στήσω αντικριστό
στου πόθου το αλώνι
Ήλιε κι αποσπερίτη μου
στο φως του δειλινού μου
πάρε απ’ την άνοιξη σωρό
καρπούς του θερισμού μου
Άνθη της λεμονιάς
κρινάκια Πασχαλιάς
παντρεύτηκαν , μια μέρα βροχερή
Λόγια που θα μου πεις
στιχάκια μιας στιγμής
θα λύσουνε για πάντα την σιωπή
Ήπια από τα χείλη σου
Στον Κορινθιακό
σου ‘δωσα την αγάπη μου
στου ήλιου πρωινό
Στον Παγασητικό
τα φίλησα τα χείλη σου
μες τον πλατύ γιαλό
Και ήπια από τα χείλη σου
δύο γουλιές ακόμα
κι απ’ το φιλί σου μέθυσα
μες του Μαγιού το γιόμα
Σου ‘δωσα την αγάπη μου
και θάλασσα γαλάζια
το κύμα να‘χεις συντροφιά
της άνοιξης τα μάγια
Στο Τζάντε έναν χορό
το μεσημέρι χόρευες
μέχρι το δειλινό
Στης Ρόδου τον βυθό
λευκά κοχύλια μάζευες
κοράλλια ένα σωρό
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μέτραγε τα άστρα
έχτιζε κάστρα στο βουνό
λουλούδια πότιζε στην γλάστρα
Έπινε νερό απ’ την πηγή
και θυμαρίσιο μέλι
φόραγε ρούχο θαλασσί
και χαίρονταν οι αγγέλοι
Της ζήσης έπινε κρασί
το νέκταρ της ψυχής του
το μωβ το μαύρο και το γκρι
το χρώμα της ζωής του
Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μίλαγε στην μοίρα
μες την καρδιά του θάλασσα
και στο κορμί του αρμύρα
Θα είναι σημάδι
Η πίκρα στάζει σήμερα
βουβή ή Κυριακή και με τρομάζει
έγιναν τα όνειρα εφήμερα
θλίψη και μοναξιά χαράζει
Άδεια ή κάμαρη το φως στο κομοδίνο
θα καίει για κάποιον πού θα ‘ρθη
τρίζει ή πόρτα και ό αγέρας μπάζει
θα ‘ναι σημάδι μέχρι να ‘ρθει ή αυγή
Κόμπος ό πόνος δεν αρκεί
στην άπονη ζωή να ξεστρατίσω
φιλί και χάδι έγινε ή βροχή
τής νιότης την χαρά θα ξαναζήσω
Θα ξαναγεννηθούμε
Σβήσε το φως , στην μικρή κάμαρα
κι έλα να ονειρευτούμε το αύριο.
Ίσως ή αυγή να είναι πιο ρόδινη.
Ίσως ή μέρα να λάμψει στις καρδιές μας.
Θα ζήσουμε καλύτερα.
Σβήσε το φως , κι άσε την νύχτα
να κυλήσει στο χώμα.
Ίσως τα αστέρια να ταξιδέψουν στο κορμί μας.
Ίσως ή παγωνιά τής νύχτας
να μην ξεχειλίσει από την χαραμάδα τής πόρτας.
Ίσως ή αγάπη δεν πεθάνει.
Σβήσε το φως , κι άσε τούς ανθρώπους
να μας κρίνουν.
Θα ταξιδέψω
Σε Κυκλαδίτικο νησί
νύχτα μελένια
μ’ ένα αμέθυστο κρασί
μεθώ τ’ αστέρια
του πρώτου ήλιου αναπνοή
κρατώ στα χέρια
Θα ταξιδέψω στην γαλάζια θάλασσα σου
σου Αιγαίου τα νησιά σου
θα ταξιδέψω στην πλατιά ακρογιαλιά σου
στα λιμάνια της καρδιάς σου
Στης αγκαλιάς σου το στρατί
ξύπνησε η νύχτα
θα ξεπροβάλει η ανατολή
θα φύγει η πίκρα
της άλλης μέρας την πνοή
ήρθα και βρήκα
Θαλασσινή θλίψη
Βούλιαξα τ' άστρα μες την θάλασσα
κι ανέμιζα πανί από την πλώρη
τα έβαλα μ' ανέμους και δεν χάλασα
αυτό που δεν ξανάστησα ακόμη
Η θάλασσα μπρος το νησί
ξερνά κοχύλια λυπημένα
η θάλασσα είναι εκεί
μια μάννα με παιδιά θλιμμένα
Έδεσα κάβο μέσα στ' όνειρο
και ήπια από τ' αλάτι της πληγής σου
αστράφτει κάπου στο απόβραδο
σκοτείνιασε στα βάθη της ψυχής σου
Θαλασσινός δεν ήμουνα
Βάλε στο μυαλό σου μια γραμμή
βρες την αρχή , φτάσε στο τέλος
και μ’ ένα γοργοτάξιδο σκαρί
αρμένισε στης κάθε γης το μέρος
Θαλασσινός δεν ήμουνα
μα όνειρο τα καράβια
οι κάβοι κάθε δειλινό
καθρέφτιζαν φεγγάρια
Θαλασσινός δεν ήμουνα
απόγευμα στο λιοπύρι
καταμεσής στα πέλαγα
με καπετάνιο κύρη
Μπες στο όνειρο σου μια στιγμή
ρωτά για τα πλάτη και τα μήκη
και τι μπορεί να ορίσει η ζωή
όταν θα φτάσει να σ’ ανήκει
Θύμα πολέμου
Η νεκρική μπάντα......
Σιγή στο πρόσωπο σου
ούτε μία σύσπαση μυών
ούτε ένα μικρό ίχνος χαμόγελου.
Τι να συμβαίνει άραγε....
Χαθήκανε τα παλικάρια, στον άθλιο πόλεμο
πού μήτε αρχή, μήτε τέλος έχει.
Η γριά μάννα πώς και πώς περιμένει το παλικάρι της
αναρωτώντας πού να βρίσκεται τώρα.
Αχ και να γινόταν ένα σαπιοκάραβο
να πέρναγε θάλασσες και θάλασσες
να τον αντάμωνε στερνή φορά.
Πόσο θα ήθελε να γινόταν αγριοπούλι
να πέταγε σε άγνωστα μέρη μήπως τον συναντήσει.
Τώρα ποιος θα τής πει....
Το μαύρο μαντάτο....
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Ποίηση - Τίτλοι από ( Ε )
Εαυτών θεωρώ
Της φύσης το νέκταρ το μέλι ρουφώ
την γλύκα την τρύγησα και τρέχω στην κρύπτη
τα ρούχα να βγάλω να εξιλεωθώ
προστάτη του σύμπαντος , εαυτών θεωρώ
Γλυκόπικρη αρμύρα , γαλάζια του χάρτη
ξανθιά μοναξιά μου , βυθός της θαλάσσης
καράβι ο έρωτας , σωσίβιο του ναύτη
πλέει μονάχο του , μπροστά στο κατάρτι
Σιγή στο κορμί μου , κραυγή η φωνή μου
αέναο θέατρο , με φιγούρες θολές
ο μύθος διαλύθηκε μα κι η ζωή μου
μια πέτρα που ράγισε θυμίζει η ψυχή μου
Εγώ γνώσιν
Μεθώ απ’ το κρασί του Ιούδα
που πρόδωσε τον ίδιο τον Χριστό
δεν πίστεψα σε τάματα του Βούδα
παρά στην πίστη που πηγάζει απ’ τον λαό
Περπάτησα σε δρόμους ματωμένους
του φεγγαριού πορεία ακολουθώ
εξαγνιστώ ανθρώπους πορωμένους
που προδοσία έχουν πάντα στο μυαλό
Και γνώρισα το θάρρος στην ψυχή μου
δειλός δεν πορευόμουνα στην γη
νεράιδες τραγουδούσαν στο αυτί μου
να πάω εμπρός και όπου βγει
Εδώ θα ζήσεις
Η μπαλκονόπορτα κλειστή
τα στόρια χαμηλά
σε ποιου στροβίλου την, τροχιά
γυρίζει η ζωή σου
η μπαλκονόπορτα κλειστή
και το κορμί σου στην βροχή
Εδώ θα ζήσεις
στο σπίτι το κλειστό
και θα 'χεις για Θεό
τον ουρανό ζωγραφιστό
Εδώ θα ζήσεις
σε αυτό το ρημαδιό
παρέα μ' έναν ήλιο
ζητιάνο και φτωχό
Στο φεγγαρόφωτο ποθείς
μιας μέρας συντροφιά
ποιου ήλιου η παρηγοριά
διπλώνει την ψυχή σου
ποιας μάνας γης η αγκαλιά
σ' αγγίζει απ' το πουθενά
Εικόνα ονειρική
Θα περπατήσω στα λαγκάδια
και στις φωτιές που ξεθωριάζουν
θα ανταμώσω στα σκοτάδια
γνωστές μορφές που με κοιτάζουν
Εικόνα ονειρική
θλίψη μου μυστική
μάγισσα το μυαλό
σε τόπο απατηλό
Θα αγκαλιάσω τα αστέρια
στεφάνι θα τα πλέξω , στα παιδιά
λευκής ψυχής τα περιστέρια
στα σωθικά μου θα φυλώ καρτερικά
Είμαι εδώ και σ' αγαπώ
Δώδεκα και κάτι
μεσάνυχτα στης μνήμης την σκιά
ριγά , σφαδάζει το κρεββάτι
στης νύχτας την ασύδοτη ψευτιά
Λένε πώς πέρασε ο χρόνος
μα εγώ είμαι εδώ και σ΄αγαπώ
ποτέ δεν ήμουνα ο μόνος
κι ας είχα συντροφιά τον ουρανό
Μεσάνυχτα παρά
κι η σκέψη μου στο ίδιο μονοπάτι
άπονος πόνος , μαρτυρά
στου χρόνου το βαρύ αδράχτι
Είναι όνειρο η ζωή
Τον δρόμο της βροχής
μην συναντήσεις
μια μέρα ενοχής
μην την γνωρίσεις
αντάμωσε το κάθε τι που αγαπάς
τραγούδι κάντο κι ας πονάς
Είναι όνειρο ή αγάπη
κάθε σούρουπο
είναι όνειρο η ζωή
κάθε πρωί
Το βλέμμα το σκληρό
να τ’ αγνοήσεις
τα λάθη τα παλιά
να τα σκορπίσεις
σε πέλαγα κι εκεί που θες να πας
στις θάλασσες , στο δάκρυ της χαράς
Είσαι μακριά μου
Βράδιασε κι απόψε η αυγή ζυγώνει
μέσα στο σκοτάδι υγρασία σκόνη
έρχεσαι και φεύγεις λάθος που μερώνει
θρύψαλα μαζεύω , μια ζωή αγχόνη
Είσαι μακριά μου κι όμως είσαι εδώ
γλάρος θάλασσα μου , κόμπος στον λαιμό
μες την αγκαλιά μου , χτίζω ένα θεό
φάρος μες την νύχτα με κακό καιρό
Ξημέρωμα στην πόλη είναι σκοτεινό
κίνηση στον δρόμο , χάσιμο καιρό
παίρνεις μια ανάσα και ξανά κοιτάς
ότι σ ‘έχει μείνει , δεν το αποζητάς
Εκείνο που θυμάμαι
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι ντροπή , είναι πόνος
δεν είναι μοιρολόι , είναι σπαραγμός
είναι τα χρόνια που μ’ αγγίξανε
οι Ρήγνυες που με νικήσανε
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι αγάπη , είναι αφοσίωση
δεν είναι λύπη , είναι καημός
είναι το ξύπνημα του πρωινού
βουβή καμπάνα , εσπερινού
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι λήθη , είναι το σήμερα
δεν είναι θέατρο σκιών , δίχως φιγούρες
νομίζω , είναι το κάλεσμα του έρωτα
στα βράδια του καλοκαιριού, τ' ατέλειωτα
Έλα και κάνε μια ευχή
Θα ‘θελα να χαμογελάς
να δω το πρόσωπο σου φωτεινό
μπροστά σε μένα να γελάς
να μ’ αγαπάς να σ ’αγαπώ
Έλα και κάνε μια ευχή
καινούργια αρχή να κάνω πάλι
καιροί μαζί σου στη ζωή
να ‘ναι , ατέλειωτοι μεγάλοι
Θα ‘θελα να ‘σουν ουρανός
ν’ αγγίζεις το κορμί μου
να πέφτω δίπλα σου γυμνός
παντοτινά μαζί σου
Ελλάδα χρώμα του ουρανού
Αμπέλια και ελιές
οι κάμποι , τα ποτάμια
σύννεφα , ξαστεριές
μισόκλειστα φαράγγια
Ελλάδα , χρώμα του ουρανού
το φύσημα του αγέρα
κι η αύρα του πελάγου
Ελλάδα , χρώμα του ουρανού
οι μυρωδιές του Μάρτη
κι ο ήλιος του Αλωνάρη
Δρόμοι κι ανήλιαγα στενά
θάλασσα στο κορμί μου
νησάκια πελαγίσια μια σταλιά
βαρκάκι η ζωή μου
Ένα αστείο η ζωή
Μισό φεγγάρι πρόβαλε
δειλά απ’ την καρδιά μου
τα γιορτινά του φόραγε
μπήκε στα όνειρα μου
Με κέρασε γλυκό καφέ
και μου ‘δωσε τσιγάρο
και μου ‘λεγε ότι ποτέ
μην ξαναφύγω άλλο
Έτσι για αστείο την ζωή
ζήσε την όπως πρέπει
κάνε την νύχτα σου πνοή
την μέρα σου καθρέπτη
Η νύχτα φεύγει κι έρχεται
η χαραυγή της μέρας
στιγμές δεν τις ανέχεται
ο δυνατός αγέρας
Δίνει δικό του μερτικό
κει που πονάει ο κόσμος
λουλούδι και μυρωδικό
θυμάρι μα και δυόσμος
Ένας μεγάλος δρόμος
Είκοσι χρόνια ροκάς
με παραμύθια μιας οκάς
σε νανουρίζω
Κρατώ το χέρι της καρδιάς
κι όλα αυτά που αγαπάς
θα στα χαρίζω
Είναι ο δρόμος μου μεγάλος
είμαι και εγώ ένας φαντάρος
που υπηρετώ
όλα αυτά που με αγγίζουν
αγάπες που με αντικρίζουν
δεν τις χρωστώ
Είκοσι χρόνια γκόμενος
μες την ψυχή μου πόλεμος
μια μάχη ζω
Περπάτησα στα κύματα
και έγραφα ποιήματα
σε ωκεανό
Ερωτικό
Στα περβόλια ήρθανε κρυφά
κορίτσια με κοκαλάκια στα μαλλιά
τον έρωτα να παίξουνε μαζί με τα αγόρια
κοιτάζοντας τις λεμονιές , αγγίζοντας τα κλώνια
Της θάλασσας άγγιξαν τον αφρό
παιδιά με κομποσκοίνια στον καρπό
κινήσανε να βρουν της γης τ’ αλάτι
αμούστακα , στου έρωτα τα πάθη
Ο έρωτας , φεγγάρι φωτεινό
πανσέληνο , χορό στήσανε τρανό
στου καλοκαιριού την δίψα , αγάπης νερό
εφήβων πόθοι , στο κάθε πρωινό
Της φύσης το νέκταρ το μέλι ρουφώ
την γλύκα την τρύγησα και τρέχω στην κρύπτη
τα ρούχα να βγάλω να εξιλεωθώ
προστάτη του σύμπαντος , εαυτών θεωρώ
Γλυκόπικρη αρμύρα , γαλάζια του χάρτη
ξανθιά μοναξιά μου , βυθός της θαλάσσης
καράβι ο έρωτας , σωσίβιο του ναύτη
πλέει μονάχο του , μπροστά στο κατάρτι
Σιγή στο κορμί μου , κραυγή η φωνή μου
αέναο θέατρο , με φιγούρες θολές
ο μύθος διαλύθηκε μα κι η ζωή μου
μια πέτρα που ράγισε θυμίζει η ψυχή μου
Εγώ γνώσιν
Μεθώ απ’ το κρασί του Ιούδα
που πρόδωσε τον ίδιο τον Χριστό
δεν πίστεψα σε τάματα του Βούδα
παρά στην πίστη που πηγάζει απ’ τον λαό
Περπάτησα σε δρόμους ματωμένους
του φεγγαριού πορεία ακολουθώ
εξαγνιστώ ανθρώπους πορωμένους
που προδοσία έχουν πάντα στο μυαλό
Και γνώρισα το θάρρος στην ψυχή μου
δειλός δεν πορευόμουνα στην γη
νεράιδες τραγουδούσαν στο αυτί μου
να πάω εμπρός και όπου βγει
Εδώ θα ζήσεις
Η μπαλκονόπορτα κλειστή
τα στόρια χαμηλά
σε ποιου στροβίλου την, τροχιά
γυρίζει η ζωή σου
η μπαλκονόπορτα κλειστή
και το κορμί σου στην βροχή
Εδώ θα ζήσεις
στο σπίτι το κλειστό
και θα 'χεις για Θεό
τον ουρανό ζωγραφιστό
Εδώ θα ζήσεις
σε αυτό το ρημαδιό
παρέα μ' έναν ήλιο
ζητιάνο και φτωχό
Στο φεγγαρόφωτο ποθείς
μιας μέρας συντροφιά
ποιου ήλιου η παρηγοριά
διπλώνει την ψυχή σου
ποιας μάνας γης η αγκαλιά
σ' αγγίζει απ' το πουθενά
Εικόνα ονειρική
Θα περπατήσω στα λαγκάδια
και στις φωτιές που ξεθωριάζουν
θα ανταμώσω στα σκοτάδια
γνωστές μορφές που με κοιτάζουν
Εικόνα ονειρική
θλίψη μου μυστική
μάγισσα το μυαλό
σε τόπο απατηλό
Θα αγκαλιάσω τα αστέρια
στεφάνι θα τα πλέξω , στα παιδιά
λευκής ψυχής τα περιστέρια
στα σωθικά μου θα φυλώ καρτερικά
Είμαι εδώ και σ' αγαπώ
Δώδεκα και κάτι
μεσάνυχτα στης μνήμης την σκιά
ριγά , σφαδάζει το κρεββάτι
στης νύχτας την ασύδοτη ψευτιά
Λένε πώς πέρασε ο χρόνος
μα εγώ είμαι εδώ και σ΄αγαπώ
ποτέ δεν ήμουνα ο μόνος
κι ας είχα συντροφιά τον ουρανό
Μεσάνυχτα παρά
κι η σκέψη μου στο ίδιο μονοπάτι
άπονος πόνος , μαρτυρά
στου χρόνου το βαρύ αδράχτι
Είναι όνειρο η ζωή
Τον δρόμο της βροχής
μην συναντήσεις
μια μέρα ενοχής
μην την γνωρίσεις
αντάμωσε το κάθε τι που αγαπάς
τραγούδι κάντο κι ας πονάς
Είναι όνειρο ή αγάπη
κάθε σούρουπο
είναι όνειρο η ζωή
κάθε πρωί
Το βλέμμα το σκληρό
να τ’ αγνοήσεις
τα λάθη τα παλιά
να τα σκορπίσεις
σε πέλαγα κι εκεί που θες να πας
στις θάλασσες , στο δάκρυ της χαράς
Είσαι μακριά μου
Βράδιασε κι απόψε η αυγή ζυγώνει
μέσα στο σκοτάδι υγρασία σκόνη
έρχεσαι και φεύγεις λάθος που μερώνει
θρύψαλα μαζεύω , μια ζωή αγχόνη
Είσαι μακριά μου κι όμως είσαι εδώ
γλάρος θάλασσα μου , κόμπος στον λαιμό
μες την αγκαλιά μου , χτίζω ένα θεό
φάρος μες την νύχτα με κακό καιρό
Ξημέρωμα στην πόλη είναι σκοτεινό
κίνηση στον δρόμο , χάσιμο καιρό
παίρνεις μια ανάσα και ξανά κοιτάς
ότι σ ‘έχει μείνει , δεν το αποζητάς
Εκείνο που θυμάμαι
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι ντροπή , είναι πόνος
δεν είναι μοιρολόι , είναι σπαραγμός
είναι τα χρόνια που μ’ αγγίξανε
οι Ρήγνυες που με νικήσανε
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι αγάπη , είναι αφοσίωση
δεν είναι λύπη , είναι καημός
είναι το ξύπνημα του πρωινού
βουβή καμπάνα , εσπερινού
Εκείνο που θυμάμαι
δεν είναι λήθη , είναι το σήμερα
δεν είναι θέατρο σκιών , δίχως φιγούρες
νομίζω , είναι το κάλεσμα του έρωτα
στα βράδια του καλοκαιριού, τ' ατέλειωτα
Έλα και κάνε μια ευχή
Θα ‘θελα να χαμογελάς
να δω το πρόσωπο σου φωτεινό
μπροστά σε μένα να γελάς
να μ’ αγαπάς να σ ’αγαπώ
Έλα και κάνε μια ευχή
καινούργια αρχή να κάνω πάλι
καιροί μαζί σου στη ζωή
να ‘ναι , ατέλειωτοι μεγάλοι
Θα ‘θελα να ‘σουν ουρανός
ν’ αγγίζεις το κορμί μου
να πέφτω δίπλα σου γυμνός
παντοτινά μαζί σου
Ελλάδα χρώμα του ουρανού
Αμπέλια και ελιές
οι κάμποι , τα ποτάμια
σύννεφα , ξαστεριές
μισόκλειστα φαράγγια
Ελλάδα , χρώμα του ουρανού
το φύσημα του αγέρα
κι η αύρα του πελάγου
Ελλάδα , χρώμα του ουρανού
οι μυρωδιές του Μάρτη
κι ο ήλιος του Αλωνάρη
Δρόμοι κι ανήλιαγα στενά
θάλασσα στο κορμί μου
νησάκια πελαγίσια μια σταλιά
βαρκάκι η ζωή μου
Ένα αστείο η ζωή
Μισό φεγγάρι πρόβαλε
δειλά απ’ την καρδιά μου
τα γιορτινά του φόραγε
μπήκε στα όνειρα μου
Με κέρασε γλυκό καφέ
και μου ‘δωσε τσιγάρο
και μου ‘λεγε ότι ποτέ
μην ξαναφύγω άλλο
Έτσι για αστείο την ζωή
ζήσε την όπως πρέπει
κάνε την νύχτα σου πνοή
την μέρα σου καθρέπτη
Η νύχτα φεύγει κι έρχεται
η χαραυγή της μέρας
στιγμές δεν τις ανέχεται
ο δυνατός αγέρας
Δίνει δικό του μερτικό
κει που πονάει ο κόσμος
λουλούδι και μυρωδικό
θυμάρι μα και δυόσμος
Ένας μεγάλος δρόμος
Είκοσι χρόνια ροκάς
με παραμύθια μιας οκάς
σε νανουρίζω
Κρατώ το χέρι της καρδιάς
κι όλα αυτά που αγαπάς
θα στα χαρίζω
Είναι ο δρόμος μου μεγάλος
είμαι και εγώ ένας φαντάρος
που υπηρετώ
όλα αυτά που με αγγίζουν
αγάπες που με αντικρίζουν
δεν τις χρωστώ
Είκοσι χρόνια γκόμενος
μες την ψυχή μου πόλεμος
μια μάχη ζω
Περπάτησα στα κύματα
και έγραφα ποιήματα
σε ωκεανό
Ερωτικό
Στα περβόλια ήρθανε κρυφά
κορίτσια με κοκαλάκια στα μαλλιά
τον έρωτα να παίξουνε μαζί με τα αγόρια
κοιτάζοντας τις λεμονιές , αγγίζοντας τα κλώνια
Της θάλασσας άγγιξαν τον αφρό
παιδιά με κομποσκοίνια στον καρπό
κινήσανε να βρουν της γης τ’ αλάτι
αμούστακα , στου έρωτα τα πάθη
Ο έρωτας , φεγγάρι φωτεινό
πανσέληνο , χορό στήσανε τρανό
στου καλοκαιριού την δίψα , αγάπης νερό
εφήβων πόθοι , στο κάθε πρωινό
Ποίηση - Τίτλοι από ( Β-Γ-Δ )
Γεννημένος νικητής
Όταν τα αστέρια κατεβούν στην γη
όταν η σιωπή γίνει φωνή
όταν θα νιώσεις να αγαπάς
όταν τα κρύα βράδια , ξενυχτάς
Θα είσαι εδώ , θα είσαι παρών
στις συμπληγάδες των καιρών
σαν ποιητής και σαν κριτής
σαν γεννημένος νικητής
Όταν η νύχτα γίνει ένα με την μέρα
όταν ο ήλιος θα μας λέει καλημέρα
όταν οι χαρές γεννιούνται πάλι
και η λησμονιά θα γίνει ζάλη
Γερόντισσα
Είδα βαθιά , μες τις ρυτίδες σου γιαγιά
απέραντη αγάπη , στην γενιά μας
κι όταν σου χάιδεψα , τα κατάλευκα μαλλιά
βρήκα την μοναξιά ,να ξετυλίγεται μπροστά μου.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
την απορία να λουφάζει ,για τις πράξεις των καιρών μας.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
άσβηστο πάθος για ζωή.
Γιατί να μην είσαι
Γιατί να μην είσαι , κάποιο φύλλο στο κλαδί
να σε κόψω , να σε κάνω φυλαχτό , μες την καρδιά μου.
Γιατί να μην είσαι , μια σταλαγματιά βροχής
να σε κρατήσω , μες τα δυο μου χέρια.
Γιατί να μην είσαι, ό φτωχούλης τού θεού
να σε αγγίξω , και να σε δώσω την αγάπη μου.
Γιατί να μην είσαι , ένας θάνατος κοινός
δίχως στεφάνια , σε τάφο χωμάτινο.
Γιατί να μην είσαι , ό πιο ώριμος καρπός στην γη.
Γυμνά κορμιά
Στο λιοπύρι μες το θέρος
τα γυμνά κορμιά σαλεύουν
και στ' απάτητο το μέρος
ένα έρωτα γυρεύουν
Αχ κορμιά σαγηνεμένα
σαν νεράιδες στολιστές
στον καθρέφτη είναι φτιαγμένα
με παράδεισου κλωστές
του κορμιού σου οι αισθήσεις
της αβύσσου πινελιές
σαν χαράζουν παραισθήσεις
παιχνιδιάρες , πονηρές
Στο ποτάμι και στην λίμνη
πλένει το άσπρο της κορμί
κει που η αγάπη το ξεπλύνει
και ακμάζει η ορμή
Γυμνός στον κόσμο
Σαν θεατρώνης πάνω στο πάλκο της χαράς
αγγίζω και παίρνω σφυγμούς και όνειρα
αυτή την ώρα η ψυχή μου , σαν παράς
θα βολοδέρνει σε συρτάρια μοναξιάς
Γυμνός στον κόσμο
χωρίς προστάτη
πρώρα φευγάτη
σ' άλλες θωριές
Γυμνή και μόνη
κάθε μ' ελπίδα
στον κόσμο είδα
ανηφοριές
Σαν λιποτάκτης από κέντρο αναφοράς
κάπου χαμένος κι αγναντεύοντας το ζην
τραγούδια φτιάχνω μιας ανέγγιχτης γενιάς
με μελωδίες ανιαρές , της μιας οκάς
Δεν γράφω πια τραγούδια
Δεν γράφω πια τραγούδια
είναι λαβωμένα από τα βόλια των όπλων
απ’ τις ριπές των πολυβόλων
καταμεσής στην θάλασσα
ανάμεσα στα μίση των λαών
Δεν γράφω πια τραγούδια
στο καταχείμωνο , το μαύρο χιόνι
σκεπάζει την ψυχή μου , καταρρακωμένη σκέψη
κι οι άδολες σκέψεις των παιδιών
φιγούρα στο μυαλό μου
Θα ζήσω πάλι
όπως δεν έζησα ποτέ μου
κάτω από το χρυσοκίτρινο φως του ήλιου
σε θάλασσα που το γαλάζιο γίνεται απέραντο
με πράο καιρό , φίλο και εχθρό
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
μα τις χαρές προσέχω
τις δένω κόμπο στον βοριά
με αγιασμό τις βρέχω
Δεν τραγουδώ τις πίκρες μου
στην γη που με ανήκει
τις ξαποστέλνω μακριά
στα πλάτη και στα μήκη
Εκεί που παίζουν με θεριά
οι άνθρωποι κρυφτούλι
και τραγουδάν μαζί ξανά
οι αφέντες και οι δούλοι
Δεν τραγουδώ την λησμονιά
παρηγοριά να έχω
παιδί και εγώ , μες τα παιδιά
ανέμελα θα τρέχω
Δεν τραγουδώ στην ερημιά
μονάχα μες τα δέντρα
στης θάλασσας την μοναξιά
στου Ζέφυρου τα χτένια
Δεν χωρά το όνειρο
Ξερή η γη , δίχως χορτάρια
ξερακιανές φιγούρες
στα νταμάρια
Λιτή ζωή με περηφάνια
κι η φτώχεια μπάζει
απ' τα ταβάνια
Μα δεν χωράει τ' όνειρο
στο πατρικό το σπίτι
πατέρας μάννα κι αδελφή
ζούνε σαν το σπουργίτι
Γεννάν χαρές , κλείνουν πληγές
στο φως μοσχοβολάνε
και σαν την σπίθα οι χαρές
την ορφανειά 'βλογάνε
Τάμα παλιό , στο εικονοστάσι
της μοίρας έρμαιο
που 'χει γεράσει
Ψεύτρα φωνή , με παρασέρνει
στης νιότης την ροή
την μαγεμένη
Δημιουργία
Με το ξανθό χρώμα τού σταχιού
χρωμάτισα το πρόσωπο σου
κι έδωσα μορφή στ΄ αγέννητο κορμί σου.
Μες τα παρθένα χέρια σου, άπλωσα την αγάπη
για να την χαρίζεις στους ανθρώπους.
Μες τα θεόρατα σου χείλη
έκρυψα τον έρωτα.
Με το πινέλο μάζεψα, το χρώμα τής νυχτιάς
για να βάψω τα μαλλιά σου.
Μαύρα....Κατάμαυρα.
Για να σε δω μες τον καθρέπτη.
Μήπως είσαι θεά ;
Δεν μπορεί να μην το ξέρω
εγώ πού σ ‘έπλασα
εγώ πού σού ‘δωσα ζωή
μ ’ένα μου άγγιγμα
Όταν τα αστέρια κατεβούν στην γη
όταν η σιωπή γίνει φωνή
όταν θα νιώσεις να αγαπάς
όταν τα κρύα βράδια , ξενυχτάς
Θα είσαι εδώ , θα είσαι παρών
στις συμπληγάδες των καιρών
σαν ποιητής και σαν κριτής
σαν γεννημένος νικητής
Όταν η νύχτα γίνει ένα με την μέρα
όταν ο ήλιος θα μας λέει καλημέρα
όταν οι χαρές γεννιούνται πάλι
και η λησμονιά θα γίνει ζάλη
Γερόντισσα
Είδα βαθιά , μες τις ρυτίδες σου γιαγιά
απέραντη αγάπη , στην γενιά μας
κι όταν σου χάιδεψα , τα κατάλευκα μαλλιά
βρήκα την μοναξιά ,να ξετυλίγεται μπροστά μου.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
την απορία να λουφάζει ,για τις πράξεις των καιρών μας.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
άσβηστο πάθος για ζωή.
Γιατί να μην είσαι
Γιατί να μην είσαι , κάποιο φύλλο στο κλαδί
να σε κόψω , να σε κάνω φυλαχτό , μες την καρδιά μου.
Γιατί να μην είσαι , μια σταλαγματιά βροχής
να σε κρατήσω , μες τα δυο μου χέρια.
Γιατί να μην είσαι, ό φτωχούλης τού θεού
να σε αγγίξω , και να σε δώσω την αγάπη μου.
Γιατί να μην είσαι , ένας θάνατος κοινός
δίχως στεφάνια , σε τάφο χωμάτινο.
Γιατί να μην είσαι , ό πιο ώριμος καρπός στην γη.
Γυμνά κορμιά
Στο λιοπύρι μες το θέρος
τα γυμνά κορμιά σαλεύουν
και στ' απάτητο το μέρος
ένα έρωτα γυρεύουν
Αχ κορμιά σαγηνεμένα
σαν νεράιδες στολιστές
στον καθρέφτη είναι φτιαγμένα
με παράδεισου κλωστές
του κορμιού σου οι αισθήσεις
της αβύσσου πινελιές
σαν χαράζουν παραισθήσεις
παιχνιδιάρες , πονηρές
Στο ποτάμι και στην λίμνη
πλένει το άσπρο της κορμί
κει που η αγάπη το ξεπλύνει
και ακμάζει η ορμή
Γυμνός στον κόσμο
Σαν θεατρώνης πάνω στο πάλκο της χαράς
αγγίζω και παίρνω σφυγμούς και όνειρα
αυτή την ώρα η ψυχή μου , σαν παράς
θα βολοδέρνει σε συρτάρια μοναξιάς
Γυμνός στον κόσμο
χωρίς προστάτη
πρώρα φευγάτη
σ' άλλες θωριές
Γυμνή και μόνη
κάθε μ' ελπίδα
στον κόσμο είδα
ανηφοριές
Σαν λιποτάκτης από κέντρο αναφοράς
κάπου χαμένος κι αγναντεύοντας το ζην
τραγούδια φτιάχνω μιας ανέγγιχτης γενιάς
με μελωδίες ανιαρές , της μιας οκάς
Δεν γράφω πια τραγούδια
Δεν γράφω πια τραγούδια
είναι λαβωμένα από τα βόλια των όπλων
απ’ τις ριπές των πολυβόλων
καταμεσής στην θάλασσα
ανάμεσα στα μίση των λαών
Δεν γράφω πια τραγούδια
στο καταχείμωνο , το μαύρο χιόνι
σκεπάζει την ψυχή μου , καταρρακωμένη σκέψη
κι οι άδολες σκέψεις των παιδιών
φιγούρα στο μυαλό μου
Θα ζήσω πάλι
όπως δεν έζησα ποτέ μου
κάτω από το χρυσοκίτρινο φως του ήλιου
σε θάλασσα που το γαλάζιο γίνεται απέραντο
με πράο καιρό , φίλο και εχθρό
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
μα τις χαρές προσέχω
τις δένω κόμπο στον βοριά
με αγιασμό τις βρέχω
Δεν τραγουδώ τις πίκρες μου
στην γη που με ανήκει
τις ξαποστέλνω μακριά
στα πλάτη και στα μήκη
Εκεί που παίζουν με θεριά
οι άνθρωποι κρυφτούλι
και τραγουδάν μαζί ξανά
οι αφέντες και οι δούλοι
Δεν τραγουδώ την λησμονιά
παρηγοριά να έχω
παιδί και εγώ , μες τα παιδιά
ανέμελα θα τρέχω
Δεν τραγουδώ στην ερημιά
μονάχα μες τα δέντρα
στης θάλασσας την μοναξιά
στου Ζέφυρου τα χτένια
Δεν χωρά το όνειρο
Ξερή η γη , δίχως χορτάρια
ξερακιανές φιγούρες
στα νταμάρια
Λιτή ζωή με περηφάνια
κι η φτώχεια μπάζει
απ' τα ταβάνια
Μα δεν χωράει τ' όνειρο
στο πατρικό το σπίτι
πατέρας μάννα κι αδελφή
ζούνε σαν το σπουργίτι
Γεννάν χαρές , κλείνουν πληγές
στο φως μοσχοβολάνε
και σαν την σπίθα οι χαρές
την ορφανειά 'βλογάνε
Τάμα παλιό , στο εικονοστάσι
της μοίρας έρμαιο
που 'χει γεράσει
Ψεύτρα φωνή , με παρασέρνει
στης νιότης την ροή
την μαγεμένη
Δημιουργία
Με το ξανθό χρώμα τού σταχιού
χρωμάτισα το πρόσωπο σου
κι έδωσα μορφή στ΄ αγέννητο κορμί σου.
Μες τα παρθένα χέρια σου, άπλωσα την αγάπη
για να την χαρίζεις στους ανθρώπους.
Μες τα θεόρατα σου χείλη
έκρυψα τον έρωτα.
Με το πινέλο μάζεψα, το χρώμα τής νυχτιάς
για να βάψω τα μαλλιά σου.
Μαύρα....Κατάμαυρα.
Για να σε δω μες τον καθρέπτη.
Μήπως είσαι θεά ;
Δεν μπορεί να μην το ξέρω
εγώ πού σ ‘έπλασα
εγώ πού σού ‘δωσα ζωή
μ ’ένα μου άγγιγμα
Ποίηση - Τίτλοι απο ( Α)
Αγάπη
Τον άνεμο παρήγγειλα
να φέρει την αγάπη
να την σκορπίσει άπλετα
στου ορίζοντα τα πλάτη
Να της το λέει σιγανά
ψιθυριστά στ’ αυτί της
αγάπη που δεν νοιάζεται
δεν νιώθει την ψυχή της
Ζυγώνει μια και δυο φορές
μέσα στο καλοκαίρι
και στις βουνίσιες τις κορφές
χαϊδεύει το αγέρι
Χτίζει σπηλιές στην θάλασσα
η αγάπη να φωλιάσει
και στου πελάου την απλωσιά
τον κόσμο ν ‘αγκαλιάσει
Αγάπησα την γη
Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού την δουλεύουν, μ’αξίνες και τσαπιά.
Αγάπησα την φύση την ζωή
τα δέντρα, τα χωράφια, τα σπαρτά.
Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού ποθούν , το αύριο πού θάρθει
Αγάπησα τον ήλιο και την θάλασσα
το φέγγος της ημέρας , τον μόχθο του εργάτη.
Αγάπησα την γη
κι όλα τα ζώα τού πλανήτη, τα πουλιά.
Αγάπησα το θάρρος , την στοργή
τούς φίλους, τούς γονείς μου , τα παιδιά.
Άδειες οι μέρες
Με φορτηγό στην εθνική
χαράματα γυρνάω
μες την ομίχλη, στην βροχή
την νύχτα βλαστημάω
Τα αποτσίγαρα σωρό
και ο καπνός ζαλίζει
ότι απόμεινε εδώ
η νύχτα το γκρεμίζει
Οι άδειες μέρες μου
οι κρύες νύχτες μου
τα όνειρα μου ακροβατούν
Στ' άδειο κρεββάτι μου
γυμνό το δάκρυ μου
τα χρόνια μίζερα , πονούν
Σαν επιβάτης σε σταθμό
θα περιμένω ώρα
χωρίς πυξίδα θα 'μαι εδώ
στο σήμερα στο τώρα
Βαγόνι άδειο και στενό
για σπίτι μου το είδα
κι έπεσα για να κοιμηθώ
σε άλλων την πατρίδα
Αηδόνι στο κλουβί
Ένα αηδόνι στο κλουβί
λαλιά δεν βγάζει..άχνα
την άνοιξη την καρτερεί
καλοκαιριού την κάφτρα
Ποτέ του δεν μοιρολαλεί
στην γη και στο φεγγάρι
ποτέ δεν ξέρει να ποθεί
του χρυσαφιού την χάρη
Χρυσάφι είναι η λαλιά
χρυσάφι η ανδρεία
σταράτη η κάθε του μιλιά
πηγάζει γοητεία
Ένα αηδόνι είναι νιος
και κάθε νιος λεβέντης
κει που πετά ο αϊτός
νιώθει κι αυτός αφέντης
Αιγαίου ζωγραφιά
Αιγαίου ζωγραφιά έχω δικιά μου
το πέλαγος που ορθώνεται μπροστά μου
δελφίνια με κοιτάζουν και γελούν
ψαράδες απ’ την πλώρη τα ‘βλογούν
Αιγαίου ζωγραφιά μ’ έχεις μαγέψει
στην θάλασσα στο κύμα έχω τρέξει
Μήλος και Πάρος μοναξιά μου
Φολέγανδρος μες την καρδιά μου
καΐκια μύρια τα όνειρα μου
γλάρος σε κατάρτι η μοναξιά μου
Αμήν
Λαβωμένα φτερά
και μια καρδιά σ’ ένα σχοινί
ν’ ακροβατεί
Ξεπερασμένη γενιά
που με λόγια, προσπαθεί
κάτι να πει
Αμήν
στους φίλους που λακίσανε
σε όνειρα που χτίσανε
στις πέτρες και στην άμμο
Αμήν
σε ιδέες και μηνύματα
σε αληθινά διλήμματα
στην άσφαλτο επάνω
Αρρωστημένος βουβός
και ένας δρόμος , σκυφτός
με οδηγεί
Στις συμπληγάδες του νου
τους ουρανούς του , αλλού
αναζητεί
Αναδυόμενη φωνή
Για ένα κορμί δεν θα μιλήσω
ένα κορμί θα το αφήσω
στην σκιά του φεγγαριού
στην δροσιά του πρωινού
Αναδυόμενο κορμί
ψυχή μου κρεμασμένη σε κλαρί
αναδυόμενη φωνή
βγάζει κραυγές μες την βροχή
Μες την σιωπή θα περπατήσω
και τους ανθούς σου θα τρυγήσω
στο φως του δειλινού
στην ηχώ του κεραυνού
Ανάμνηση
Λίγο κρασί μέσα στην πήλινη κανάτα
πικρό ψωμί πάνω στο ξύλινο τραπέζι
ένα σταφύλι να διψάσεις να το πιεις
μία αγάπη νοσταλγία μιας ζωής.
Ξανθό σιτάρι μες τού κάμπου την γυαλάδα
να κι ή βροχή πού θα μας φέρει μοναξιά
πάει το φθινόπωρο , κιτρινισμένα φύλλα
πώς με αγγίζουνε στην άδεια μου καρδιά
Άδειο φεγγάρι στην μονότονη την πόλη
και γύρω ό άνεμος π ‘ουρλιάζει δυνατά
χάθηκε ή αγάπη από τα μάτια μου και πάλι
τώρα γυρίζω μόνος μου στην ερημιά.
Αναπόληση
Στο πέτρινο σκολειό , μάθαμε γράμματα
χτίζαμε ιδέες κι όνειρα τα πρωινά
βοριάς φυσούσε , κι έπαιρνε τα οράματα
και τα πετούσε άσπλαχνα σαν τα χαρτιά.
Στο ήσυχο χωριό, αγαπηθήκαμε
μες την γαλήνη, πού ή θάλασσα σκορπά
στην αγκαλιά τής φύσης, πλανηθήκαμε
πλάι τής ζήσαμε φτωχά.
Ανθρώπου εικόνα
Με άρωμα από γιασεμί
η μέρα μας κυλάει
στου παραδείσου την αυλή
τον έρωτα φυλάει
Φυλάει το φως των αστεριών
την λάμπα στο τραπέζι
και στις σπηλιές των αετών
τυλίγει την ανέμη
Βλέπει μπροστά την θάλασσα
το πέταγμα του γλάρου
και χαιρετά την απλωσιά
του ξεβαμμένου φάρου
Με έναν ήλιο απ’ το πρωί
και μες το καλοκαίρι
μια εικόνα ανθρώπου τραγική
μου κράτησε το χέρι
Κρατά στον ώμο του σταυρό
και μου ‘πε για τα πάθη
της θείας δίκης ερχομό
απ’ τα δικά του λάθη
Απάνθισμα ψυχής
Αποκομμένος απ’ όλους και όλα
στην θλίψη μου μοιράζω στιχάκια
ταξιδιώτης στην ίδια μου χώρα
μοιρολάτρης , σε χρόνια φαρμάκια
Καρδιές μου η καρδιά μου απορεί
τόσα χρόνια θλίψη , μοιράστηκε χθες
τα πόσα πέρασε δεν τα μπορεί
το αύριο θα είναι καλύτερο, λες
Θα έρθουν καλύτερες μέρες
το σπίτι θα γεμίσει αγάπη
και στου καλοκαιριού τις χαρές
νερό θα είσαι και αλάτι
Απολογία
Ο Αίολος αφήνει τούς ασκούς τ ‘ανέμου
να τρέξουν σε ονειρεμένους τόπους
εκεί πού ούτε ζωγράφος δεν αποθανάτισε
την πεδιάδα και τούς μαγεμένους λόφους.
Πέρα στην λίμνη πού καθρεφτίζει το βουνό
χιλιάδες άγγελοι εξυμνούν την φύση
σε αυτή την γη θα είχα γεννηθεί και εγώ
αν ό Αδάμ το μήλο είχε αφήσει.
Τού Οδυσσέα το ταξίδι κάνω και εγώ
τάχα για να ‘βρω την δική μου Ιθάκη
όμως ή μοίρα των ανθρώπων πιο σκληρή
κατάδικοι για των προγόνων τούς τα λάθη.
Απόψε θα 'θελα να βγω
Βαρέθηκα μες την βροχή
απόψε λέω να πετάξω
στους ουρανούς να φτάσω
Βαρέθηκα τα χωρατά
της μοίρας μου τα ιδανικά
απόψε θα τ' αλλάξω
Απόψε θα 'θελα να βγω
με φίλους στο πλευρό μου
να μπει η άνοιξη ξανά
απ΄το παράθυρο μου
Θυμήθηκα κάτι τρελό
κι είπα να φύγω πάλι
στης νύχτας την κραιπάλη
Πεθύμησα κάτι χαρές
κι είπα να έχω συντροφιές
θάλασσες και φεγγάρι
Αρμύρα ίσον θάνατος
Χαθήκανε οι θάλασσες
χάθηκαν τα καράβια
και στου μυαλού την ερημιά
μισόκλειστα τ' αμπάρια
Παίζουνε πρέφα οι ναυτικοί
χωμένοι μες το αγιάζι
και με τον θάνατο σιμά
περνάνε το μπουγάζι
Αρμύρα ίσον θάνατος
ζωή ίσον μουράγιο
ρότα σε χρόνο φονικό
στις θάλασσες του αύριο
Νεύμα που δίνει ο βοριάς
και ο νοτιάς καπάκι
ψεύτης απόγειος ντουνιάς
για μιας δεκάρας δάκρυ
Βαρδάρης όρμηξε νωρίς
στου ουρανού τα σβόλια
καθάρισε κι ο ουρανός
απ' του καιρού τα βόλια
Άσπρη μπογιά
Άσπρη μπογιά της ζωής μου χαρά
αγάπες που βαδίζουν σ’ άλλη τροχιά
κάμποι κι ελιές , ξανθές πινελιές
εικόνες και όνειρα , θαμμένα στο χθες
Λόγια σκληρά , αλήτες παιδιά
αγόρια που λιάζονται στην παγωνιά
στημένη παρτίδα, στης μοίρας χαρτιά
γιατρειά η αλήθεια γιατρειά κι η ψευτιά
Φλεβάρη κι Απρίλη δεν θα ‘χει βροχές
μια σταύρωση σήμερα , χωρίς ενοχές
γιομάτος ο ήλιος , ηλιοκαμένα κορμιά
του Αυγούστου η μπόρα , μεστή ζωγραφιά
Αχ βρε ζωή
Προσπαθώ να γράψω δυο στιχάκια
να σου πω από καρδιάς το σ’ αγαπώ
στου μυαλού μου τα νωχελικά βραδάκια
σε δωμάτιο βυθισμένο στον καπνό
Είναι οι μέρες βροχερές
χάρτινες είναι κι οι χαρές
τις Κυριακές
Τ’ αστέρια στήσανε γιορτή
στην αγκαλιά σου ως το πρωί
αχ βρε ζωή
Προσπαθώ να σβήσω ότι θυμάμαι
στις σάπιες μέρες , βουτηγμένες στο κενό
τις αιτίες ψάχνω και φοβάμαι
ότι πάντα θα σε συγχωρώ
Αχ πατρίδα μου
Ανάμεσα Άνδρο και Τζιά
γνώρισα μια κοπελιά
είχε τα μάτια της μελιά
και τα μαλλιά της χρυσαφιά
Μιλήσαμε για το νησί
που ‘χε καιρό να πάει εκεί
χώρες κι αν πέρασε πολλές
τίποτα δεν είναι όπως χθες
Αχ πατρίδα μου ,νησί η καρδιά μου
λαχταρά το χώμα ,θάλασσα τα όνειρά μου.
Αχ πατρίδα μου , φωτιά που σιγοκαίει
κι ένα πέλαγος τραγούδια θα μου λέει
Ανάμεσα Τήλο και Σύμη
και κάπου εκεί στην Σαντορίνη
γνώρισα ναύτη στην στεριά
ανάθεμα την ξενιτιά
Τον άνεμο παρήγγειλα
να φέρει την αγάπη
να την σκορπίσει άπλετα
στου ορίζοντα τα πλάτη
Να της το λέει σιγανά
ψιθυριστά στ’ αυτί της
αγάπη που δεν νοιάζεται
δεν νιώθει την ψυχή της
Ζυγώνει μια και δυο φορές
μέσα στο καλοκαίρι
και στις βουνίσιες τις κορφές
χαϊδεύει το αγέρι
Χτίζει σπηλιές στην θάλασσα
η αγάπη να φωλιάσει
και στου πελάου την απλωσιά
τον κόσμο ν ‘αγκαλιάσει
Αγάπησα την γη
Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού την δουλεύουν, μ’αξίνες και τσαπιά.
Αγάπησα την φύση την ζωή
τα δέντρα, τα χωράφια, τα σπαρτά.
Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού ποθούν , το αύριο πού θάρθει
Αγάπησα τον ήλιο και την θάλασσα
το φέγγος της ημέρας , τον μόχθο του εργάτη.
Αγάπησα την γη
κι όλα τα ζώα τού πλανήτη, τα πουλιά.
Αγάπησα το θάρρος , την στοργή
τούς φίλους, τούς γονείς μου , τα παιδιά.
Άδειες οι μέρες
Με φορτηγό στην εθνική
χαράματα γυρνάω
μες την ομίχλη, στην βροχή
την νύχτα βλαστημάω
Τα αποτσίγαρα σωρό
και ο καπνός ζαλίζει
ότι απόμεινε εδώ
η νύχτα το γκρεμίζει
Οι άδειες μέρες μου
οι κρύες νύχτες μου
τα όνειρα μου ακροβατούν
Στ' άδειο κρεββάτι μου
γυμνό το δάκρυ μου
τα χρόνια μίζερα , πονούν
Σαν επιβάτης σε σταθμό
θα περιμένω ώρα
χωρίς πυξίδα θα 'μαι εδώ
στο σήμερα στο τώρα
Βαγόνι άδειο και στενό
για σπίτι μου το είδα
κι έπεσα για να κοιμηθώ
σε άλλων την πατρίδα
Αηδόνι στο κλουβί
Ένα αηδόνι στο κλουβί
λαλιά δεν βγάζει..άχνα
την άνοιξη την καρτερεί
καλοκαιριού την κάφτρα
Ποτέ του δεν μοιρολαλεί
στην γη και στο φεγγάρι
ποτέ δεν ξέρει να ποθεί
του χρυσαφιού την χάρη
Χρυσάφι είναι η λαλιά
χρυσάφι η ανδρεία
σταράτη η κάθε του μιλιά
πηγάζει γοητεία
Ένα αηδόνι είναι νιος
και κάθε νιος λεβέντης
κει που πετά ο αϊτός
νιώθει κι αυτός αφέντης
Αιγαίου ζωγραφιά
Αιγαίου ζωγραφιά έχω δικιά μου
το πέλαγος που ορθώνεται μπροστά μου
δελφίνια με κοιτάζουν και γελούν
ψαράδες απ’ την πλώρη τα ‘βλογούν
Αιγαίου ζωγραφιά μ’ έχεις μαγέψει
στην θάλασσα στο κύμα έχω τρέξει
Μήλος και Πάρος μοναξιά μου
Φολέγανδρος μες την καρδιά μου
καΐκια μύρια τα όνειρα μου
γλάρος σε κατάρτι η μοναξιά μου
Αμήν
Λαβωμένα φτερά
και μια καρδιά σ’ ένα σχοινί
ν’ ακροβατεί
Ξεπερασμένη γενιά
που με λόγια, προσπαθεί
κάτι να πει
Αμήν
στους φίλους που λακίσανε
σε όνειρα που χτίσανε
στις πέτρες και στην άμμο
Αμήν
σε ιδέες και μηνύματα
σε αληθινά διλήμματα
στην άσφαλτο επάνω
Αρρωστημένος βουβός
και ένας δρόμος , σκυφτός
με οδηγεί
Στις συμπληγάδες του νου
τους ουρανούς του , αλλού
αναζητεί
Αναδυόμενη φωνή
Για ένα κορμί δεν θα μιλήσω
ένα κορμί θα το αφήσω
στην σκιά του φεγγαριού
στην δροσιά του πρωινού
Αναδυόμενο κορμί
ψυχή μου κρεμασμένη σε κλαρί
αναδυόμενη φωνή
βγάζει κραυγές μες την βροχή
Μες την σιωπή θα περπατήσω
και τους ανθούς σου θα τρυγήσω
στο φως του δειλινού
στην ηχώ του κεραυνού
Ανάμνηση
Λίγο κρασί μέσα στην πήλινη κανάτα
πικρό ψωμί πάνω στο ξύλινο τραπέζι
ένα σταφύλι να διψάσεις να το πιεις
μία αγάπη νοσταλγία μιας ζωής.
Ξανθό σιτάρι μες τού κάμπου την γυαλάδα
να κι ή βροχή πού θα μας φέρει μοναξιά
πάει το φθινόπωρο , κιτρινισμένα φύλλα
πώς με αγγίζουνε στην άδεια μου καρδιά
Άδειο φεγγάρι στην μονότονη την πόλη
και γύρω ό άνεμος π ‘ουρλιάζει δυνατά
χάθηκε ή αγάπη από τα μάτια μου και πάλι
τώρα γυρίζω μόνος μου στην ερημιά.
Αναπόληση
Στο πέτρινο σκολειό , μάθαμε γράμματα
χτίζαμε ιδέες κι όνειρα τα πρωινά
βοριάς φυσούσε , κι έπαιρνε τα οράματα
και τα πετούσε άσπλαχνα σαν τα χαρτιά.
Στο ήσυχο χωριό, αγαπηθήκαμε
μες την γαλήνη, πού ή θάλασσα σκορπά
στην αγκαλιά τής φύσης, πλανηθήκαμε
πλάι τής ζήσαμε φτωχά.
Ανθρώπου εικόνα
Με άρωμα από γιασεμί
η μέρα μας κυλάει
στου παραδείσου την αυλή
τον έρωτα φυλάει
Φυλάει το φως των αστεριών
την λάμπα στο τραπέζι
και στις σπηλιές των αετών
τυλίγει την ανέμη
Βλέπει μπροστά την θάλασσα
το πέταγμα του γλάρου
και χαιρετά την απλωσιά
του ξεβαμμένου φάρου
Με έναν ήλιο απ’ το πρωί
και μες το καλοκαίρι
μια εικόνα ανθρώπου τραγική
μου κράτησε το χέρι
Κρατά στον ώμο του σταυρό
και μου ‘πε για τα πάθη
της θείας δίκης ερχομό
απ’ τα δικά του λάθη
Απάνθισμα ψυχής
Αποκομμένος απ’ όλους και όλα
στην θλίψη μου μοιράζω στιχάκια
ταξιδιώτης στην ίδια μου χώρα
μοιρολάτρης , σε χρόνια φαρμάκια
Καρδιές μου η καρδιά μου απορεί
τόσα χρόνια θλίψη , μοιράστηκε χθες
τα πόσα πέρασε δεν τα μπορεί
το αύριο θα είναι καλύτερο, λες
Θα έρθουν καλύτερες μέρες
το σπίτι θα γεμίσει αγάπη
και στου καλοκαιριού τις χαρές
νερό θα είσαι και αλάτι
Απολογία
Ο Αίολος αφήνει τούς ασκούς τ ‘ανέμου
να τρέξουν σε ονειρεμένους τόπους
εκεί πού ούτε ζωγράφος δεν αποθανάτισε
την πεδιάδα και τούς μαγεμένους λόφους.
Πέρα στην λίμνη πού καθρεφτίζει το βουνό
χιλιάδες άγγελοι εξυμνούν την φύση
σε αυτή την γη θα είχα γεννηθεί και εγώ
αν ό Αδάμ το μήλο είχε αφήσει.
Τού Οδυσσέα το ταξίδι κάνω και εγώ
τάχα για να ‘βρω την δική μου Ιθάκη
όμως ή μοίρα των ανθρώπων πιο σκληρή
κατάδικοι για των προγόνων τούς τα λάθη.
Απόψε θα 'θελα να βγω
Βαρέθηκα μες την βροχή
απόψε λέω να πετάξω
στους ουρανούς να φτάσω
Βαρέθηκα τα χωρατά
της μοίρας μου τα ιδανικά
απόψε θα τ' αλλάξω
Απόψε θα 'θελα να βγω
με φίλους στο πλευρό μου
να μπει η άνοιξη ξανά
απ΄το παράθυρο μου
Θυμήθηκα κάτι τρελό
κι είπα να φύγω πάλι
στης νύχτας την κραιπάλη
Πεθύμησα κάτι χαρές
κι είπα να έχω συντροφιές
θάλασσες και φεγγάρι
Αρμύρα ίσον θάνατος
Χαθήκανε οι θάλασσες
χάθηκαν τα καράβια
και στου μυαλού την ερημιά
μισόκλειστα τ' αμπάρια
Παίζουνε πρέφα οι ναυτικοί
χωμένοι μες το αγιάζι
και με τον θάνατο σιμά
περνάνε το μπουγάζι
Αρμύρα ίσον θάνατος
ζωή ίσον μουράγιο
ρότα σε χρόνο φονικό
στις θάλασσες του αύριο
Νεύμα που δίνει ο βοριάς
και ο νοτιάς καπάκι
ψεύτης απόγειος ντουνιάς
για μιας δεκάρας δάκρυ
Βαρδάρης όρμηξε νωρίς
στου ουρανού τα σβόλια
καθάρισε κι ο ουρανός
απ' του καιρού τα βόλια
Άσπρη μπογιά
Άσπρη μπογιά της ζωής μου χαρά
αγάπες που βαδίζουν σ’ άλλη τροχιά
κάμποι κι ελιές , ξανθές πινελιές
εικόνες και όνειρα , θαμμένα στο χθες
Λόγια σκληρά , αλήτες παιδιά
αγόρια που λιάζονται στην παγωνιά
στημένη παρτίδα, στης μοίρας χαρτιά
γιατρειά η αλήθεια γιατρειά κι η ψευτιά
Φλεβάρη κι Απρίλη δεν θα ‘χει βροχές
μια σταύρωση σήμερα , χωρίς ενοχές
γιομάτος ο ήλιος , ηλιοκαμένα κορμιά
του Αυγούστου η μπόρα , μεστή ζωγραφιά
Αχ βρε ζωή
Προσπαθώ να γράψω δυο στιχάκια
να σου πω από καρδιάς το σ’ αγαπώ
στου μυαλού μου τα νωχελικά βραδάκια
σε δωμάτιο βυθισμένο στον καπνό
Είναι οι μέρες βροχερές
χάρτινες είναι κι οι χαρές
τις Κυριακές
Τ’ αστέρια στήσανε γιορτή
στην αγκαλιά σου ως το πρωί
αχ βρε ζωή
Προσπαθώ να σβήσω ότι θυμάμαι
στις σάπιες μέρες , βουτηγμένες στο κενό
τις αιτίες ψάχνω και φοβάμαι
ότι πάντα θα σε συγχωρώ
Αχ πατρίδα μου
Ανάμεσα Άνδρο και Τζιά
γνώρισα μια κοπελιά
είχε τα μάτια της μελιά
και τα μαλλιά της χρυσαφιά
Μιλήσαμε για το νησί
που ‘χε καιρό να πάει εκεί
χώρες κι αν πέρασε πολλές
τίποτα δεν είναι όπως χθες
Αχ πατρίδα μου ,νησί η καρδιά μου
λαχταρά το χώμα ,θάλασσα τα όνειρά μου.
Αχ πατρίδα μου , φωτιά που σιγοκαίει
κι ένα πέλαγος τραγούδια θα μου λέει
Ανάμεσα Τήλο και Σύμη
και κάπου εκεί στην Σαντορίνη
γνώρισα ναύτη στην στεριά
ανάθεμα την ξενιτιά
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)