Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι από ( Ζ-Η-Θ-Ι )

Ζωγραφιά

Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το βαθύ γαλάζιο τού Αιγαίου
ή με τ ‘ουράνιου τόξου , την θωριά.

Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με το σταχτί χρώμα τής καταιγίδας
ή με τής φωτιάς , το κόκκινο στεφάνι.

Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με των σταχιών τούς ηλιοκαμένους καρπούς
ή με τις μοναξιάς , την απέραντη πίκρα.

Με τι μπογιά , να σε ζωγραφίσω πατρίδα
με τις ειρήνης το λευκό το περιστέρι
ή με τις νιότης , την κατάξανθη μπογιά.



Ζωγράφισα την μοναξιά σου

Ζωγράφισα την μοναξιά σου με μπογιά
το ολόμαυρο τής νιότης σου πουλί
το ‘δωσα χρώμα άσπρο κίτρινο θαλασσί
το ‘δωσα ελπίδα και πνοή

Ζωγράφισα το πρόσωπο σου με μπογιά
μάτια φρύδια και μαλλιά αγάπες μου
βαρκούλα με κατάρτι , το φιλί
με παρασέρνει , μακριά

Ζωγράφισα στην ήβη σου , τον πόθο
ατελείωτη ηδονή
ταξίδι , μεγάλο , ερωτικό
κάτω από τα βέλη του ουράνιου τόξου



Ήλιε καραβοκύρη μου

Αγρίεψε ο καιρός
χειμώνας μισερός
στην παγωνιά , το σπίτι κλαίει
Περίσσεψε ο καημός
και ένας γκρίζος ουρανός
ρίχνει τα βέλη του και λέει

Ήλιε καραβοκύρη μου
βγες απ’ το μπαλκόνι
χορό να στήσω αντικριστό
στου πόθου το αλώνι
Ήλιε κι αποσπερίτη μου
στο φως του δειλινού μου
πάρε απ’ την άνοιξη σωρό
καρπούς του θερισμού μου

Άνθη της λεμονιάς
κρινάκια Πασχαλιάς
παντρεύτηκαν , μια μέρα βροχερή
Λόγια που θα μου πεις
στιχάκια μιας στιγμής
θα λύσουνε για πάντα την σιωπή



Ήπια από τα χείλη σου

Στον Κορινθιακό
σου ‘δωσα την αγάπη μου
στου ήλιου πρωινό
Στον Παγασητικό
τα φίλησα τα χείλη σου
μες τον πλατύ γιαλό

Και ήπια από τα χείλη σου
δύο γουλιές ακόμα
κι απ’ το φιλί σου μέθυσα
μες του Μαγιού το γιόμα
Σου ‘δωσα την αγάπη μου
και θάλασσα γαλάζια
το κύμα να‘χεις συντροφιά
της άνοιξης τα μάγια

Στο Τζάντε έναν χορό
το μεσημέρι χόρευες
μέχρι το δειλινό
Στης Ρόδου τον βυθό
λευκά κοχύλια μάζευες
κοράλλια ένα σωρό



Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό

Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μέτραγε τα άστρα
έχτιζε κάστρα στο βουνό
λουλούδια πότιζε στην γλάστρα

Έπινε νερό απ’ την πηγή
και θυμαρίσιο μέλι
φόραγε ρούχο θαλασσί
και χαίρονταν οι αγγέλοι
Της ζήσης έπινε κρασί
το νέκταρ της ψυχής του
το μωβ το μαύρο και το γκρι
το χρώμα της ζωής του

Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό
ένα παιδί που μίλαγε στην μοίρα
μες την καρδιά του θάλασσα
και στο κορμί του αρμύρα



Θα είναι σημάδι

Η πίκρα στάζει σήμερα
βουβή ή Κυριακή και με τρομάζει
έγιναν τα όνειρα εφήμερα
θλίψη και μοναξιά χαράζει

Άδεια ή κάμαρη το φως στο κομοδίνο
θα καίει για κάποιον πού θα ‘ρθη
τρίζει ή πόρτα και ό αγέρας μπάζει
θα ‘ναι σημάδι μέχρι να ‘ρθει ή αυγή

Κόμπος ό πόνος δεν αρκεί
στην άπονη ζωή να ξεστρατίσω
φιλί και χάδι έγινε ή βροχή
τής νιότης την χαρά θα ξαναζήσω



Θα ξαναγεννηθούμε

Σβήσε το φως , στην μικρή κάμαρα
κι έλα να ονειρευτούμε το αύριο.
Ίσως ή αυγή να είναι πιο ρόδινη.
Ίσως ή μέρα να λάμψει στις καρδιές μας.
Θα ζήσουμε καλύτερα.

Σβήσε το φως , κι άσε την νύχτα
να κυλήσει στο χώμα.
Ίσως τα αστέρια να ταξιδέψουν στο κορμί μας.
Ίσως ή παγωνιά τής νύχτας
να μην ξεχειλίσει από την χαραμάδα τής πόρτας.
Ίσως ή αγάπη δεν πεθάνει.

Σβήσε το φως , κι άσε τούς ανθρώπους
να μας κρίνουν.



Θα ταξιδέψω

Σε Κυκλαδίτικο νησί
νύχτα μελένια
μ’ ένα αμέθυστο κρασί
μεθώ τ’ αστέρια
του πρώτου ήλιου αναπνοή
κρατώ στα χέρια

Θα ταξιδέψω στην γαλάζια θάλασσα σου
σου Αιγαίου τα νησιά σου
θα ταξιδέψω στην πλατιά ακρογιαλιά σου
στα λιμάνια της καρδιάς σου

Στης αγκαλιάς σου το στρατί
ξύπνησε η νύχτα
θα ξεπροβάλει η ανατολή
θα φύγει η πίκρα
της άλλης μέρας την πνοή
ήρθα και βρήκα



Θαλασσινή θλίψη

Βούλιαξα τ' άστρα μες την θάλασσα
κι ανέμιζα πανί από την πλώρη
τα έβαλα μ' ανέμους και δεν χάλασα
αυτό που δεν ξανάστησα ακόμη

Η θάλασσα μπρος το νησί
ξερνά κοχύλια λυπημένα
η θάλασσα είναι εκεί
μια μάννα με παιδιά θλιμμένα

Έδεσα κάβο μέσα στ' όνειρο
και ήπια από τ' αλάτι της πληγής σου
αστράφτει κάπου στο απόβραδο
σκοτείνιασε στα βάθη της ψυχής σου



Θαλασσινός δεν ήμουνα

Βάλε στο μυαλό σου μια γραμμή
βρες την αρχή , φτάσε στο τέλος
και μ’ ένα γοργοτάξιδο σκαρί
αρμένισε στης κάθε γης το μέρος

Θαλασσινός δεν ήμουνα
μα όνειρο τα καράβια
οι κάβοι κάθε δειλινό
καθρέφτιζαν φεγγάρια
Θαλασσινός δεν ήμουνα
απόγευμα στο λιοπύρι
καταμεσής στα πέλαγα
με καπετάνιο κύρη

Μπες στο όνειρο σου μια στιγμή
ρωτά για τα πλάτη και τα μήκη
και τι μπορεί να ορίσει η ζωή
όταν θα φτάσει να σ’ ανήκει



Θύμα πολέμου

Η νεκρική μπάντα......
Σιγή στο πρόσωπο σου
ούτε μία σύσπαση μυών
ούτε ένα μικρό ίχνος χαμόγελου.
Τι να συμβαίνει άραγε....
Χαθήκανε τα παλικάρια, στον άθλιο πόλεμο
πού μήτε αρχή, μήτε τέλος έχει.
Η γριά μάννα πώς και πώς περιμένει το παλικάρι της
αναρωτώντας πού να βρίσκεται τώρα.
Αχ και να γινόταν ένα σαπιοκάραβο
να πέρναγε θάλασσες και θάλασσες
να τον αντάμωνε στερνή φορά.
Πόσο θα ήθελε να γινόταν αγριοπούλι
να πέταγε σε άγνωστα μέρη μήπως τον συναντήσει.
Τώρα ποιος θα τής πει....
Το μαύρο μαντάτο....

Δεν υπάρχουν σχόλια: