Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι από ( Μ-Ν-Ξ )

Μαύρο μου μαντήλι

Μαύρο μου μαντήλι στο όνειρο κρατώ
κρυμμένο σε κασέλα σ ‘αλαργινό καιρό
την μοίρα να μου λέει σαν μια μάγισσα
τον κόσμο αυτόν που είδα δεν τον σεργιάνισα

Σπρώχνω και ρίχνω τον καημό
κάνω δικό μου ένα σκοπό
τραγουδημένο
Πίνω και λέω άιντε γεια
παραγγελιά σε ένα καιρό
παρατημένο

Άσπρο μου περιστέρι πετά στα χαμηλά
στις αγορές του κόσμου ζητάει δανεικά
κρύβεται την ημέρα για να φανερωθεί
στην δύση να πετάξει και να λευτερωθεί



Μαύρο πουλί

Μαύρο πουλί κατάμαυρο , ταξίδεψε στην χώρα
στην πύλη του Αχέροντα , στων ποιητών την χώρα
μαντάτο φέρνει σε χαρτί ,μα πριν προλάβουν άλλοι
διαβάζει ρίμα ο κύρης του , προστάζει σαν αφέντης

Σκοτώστε το πανάθεμα ,να ελαφρύνει ο πόνος
της μαύρη μοίρα της ζωής , να την ξεπλύνει ο χρόνος
ο γιος ο νιος της χρυσαυγής , δεν ζει μες στα παλάτια
μα με αγγέλους συντροφιά στ' απάνω μονοπάτια

Είδε κι απόειδε ο γονιός , απόφαση το πήρε
ζευγάδες και πεταλωτές τ' άλογο ν' αρματώσουν
για να ανταμώσει μακριά , κει που νερό στερεύει
τον ήλιο κανακάρη του , στου χάρου την ανέμη



Μέρες λαϊκές

Σ’ ένα δωμάτιο φτηνό
θα περιμένω τον καιρό
να ξημερώσει
Λένε ειδήσεις φονικά
κι ότι σ’ αγγίζουν την καρδιά
μόλις νυχτώσει

Μα είναι οι μέρες λαϊκές
φαρμάκι στάζουν κι οι γιορτές
σαν τις θυμάμαι
Τις Κυριακές τα πρωινά
στο σπίτι παίζουν τα παιδιά
και γιορτινά φοράνε

Το μεροκάματο σκληρό
φεύγει η μέρα στο μπετό
και στο καρνάγιο
Καινούργιο έφτιαξα σκαρί
για να μπαρκάρει σ’ άλλη γη
να βρει μουράγιο



Μήνες

Ζυγώνει ο Απρίλης
το θρόισμα της μέλισσας
στον ήλιο του μεσημεριού
σβήνει δειλά

Σιμώνει ο Ιούνης
στην απανεμιά της θάλασσας
των δελφινιών πορεία
ακολουθεί

Κοχλάζει ο Ιούλης
κι η κάψα του καλοκαιριού
στην ανεμελιά του απόβραδου
με οδηγεί

Οδεύει ο Σεπτέμβρης
στο μουσκεμένο χώμα
της βροχής την δροσιά
ψηλαφίζω



Μια Ελλάδα φως

Για της Ελλάδας το χατίρι
θα πίνω στην υγειά της
στο διαμαντένιο της ποτήρι
κρασί , σταφύλι , τα νησιά της
Πλέκει ο αγέρας με το κύμα
άγγιγμα δίνει στο κορμί μου
του Μεγα Αλέξανδρου το βήμα
αυτό διαβαίνει η ψυχή μου

Μια Ελλάδα φως
μια Ελλάδα ήλιος
και κάτι νύχτες με φεγγάρι
στην αγκαλιά του Αλωνάρη

Μια Ελλάδα ήλιος
μια Ελλάδα φως
και μες το ξάστερο το βράδυ
τ’ άστρα ανθίζουν στο σκοτάδι



Μικρά Ασία

Στην Σμύρνη δεν έζησα ποτέ
μα πάντα στην καρδιά μου
τα χρόνια της καταστροφής
βλέπω στα όνειρα μου
Στην Σμύρνη και στο Αϊβαλή
φυσάν ασκοί ανέμου
σκληρή η επιστροφή
στα χρόνια του πολέμου

Ήτανε τότε που δειλά
έφυγε κι η γιαγιά μου
τα χρόνια εκείνα τα σκληρά
κρατώ μες την καρδιά μου
Μου λέγε εικόνες θλιβερές
στου γυρισμού την ώρα
σφαίρες παντού φαρμακερές
θερίζανε την χώρα

Γυναίκες μάνες και παιδιά
το μοιρολόι πιασαν
ξέρουν δεν θα γυρίσουν πια
το βιός τους όλο χάσαν
Πρόσφυγες γύρισαν ξανά
στην ίδια τους πατρίδα
μ’ από της στάχτης την φωτιά
φουντώνει η ελπίδα



Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό

Η ώρα φεύγει , τι να σημαίνει
κόσμος πάει κι έρχεται
η νύχτα μπαίνει , τ’ άστρα υφαίνει
στα μετάξια ντύνεται

Να ‘χα να σου δώσω έναν ουρανό
κι ένα φεγγάρι
ρίξε τον πόνο στον γκρεμό
παλικάρι
άνοιξε πάλι τα φτερά
πέτα ψηλά

Πλήθος που σπρώχνει , ώρες που διώχνει
απ’ την σκέψη το κακό
λόγια και νότες , εικόνες νόθες
τριγυρίζουν το μυαλό



Να ‘χα την δύναμη

Με βρήκε το ξημέρωμα
μονάχος μου να πίνω
στου κόσμου τα μετέωρα
κορμί ψυχή στα δίνω

Να ‘χα την δύναμη να ‘ρθώ
ν ‘αγγίξω την ψυχή σου
με το αθάνατο νερό
να λούσω το κορμί σου

Η νύχτα φεύγει κι έρχεται
πρωί κι ο πόνος μπάζει
η θλίψη δεν αντέχεται
το δάκρυ όταν στάζει



Νεκρώσιμη ακολουθία

Καρφώστε τούς σταυρούς , στο χώμα
χιλίων νεκρών , τ ‘αμέτρητο τ ‘ασκέρι
λίγης ζωής, πνοή να ‘χα ακόμα
για να κρατούσα , των φονιάδων χέρι

Μες τις πληγές , πηχτό είναι το αίμα
αθώων παιδιών , προστάτων τής θυσίας
κρατάν σπαθιά , και πριν ν’αρθεί το γέρμα
πέφτουν νεκρά , για χάρη τής πατρίδας.



Νύχτα μαγικιά

Κι αν έχει άσχημο καιρό
με το κορίτσι μου θα βγω
ραντεβού στο ακρογιάλι
Ρομάντζα κάπου στην γωνιά
και στο μπουζούκι μια πενιά
νύχτωσε κι απόψε πάλι

Είναι η νύχτα μαγικιά κι είσαι κοντά μου
κρατώ τα αστέρια να στα δώσω έρωτα μου
ας μην τελείωνε κι απόψε η βραδιά
και το πρωί να κοιμηθούμε αγκαλιά

Πέρασαν χρόνια αρκετά
και φτερουγίζει η καρδιά
κάθε μας στιγμή και βήμα
Κρατώ στο χέρι συντροφιά
μπουζούκι να με κελαηδά
γλέντα και ζωή ξεκίνα



Ξεθωριασμένη μοναξιά

Ένας ωκεανός βαθύς και μόνος
άλυτο σχοινί το κόβει ο πόνος
θύελλες θάλασσες και μύρια μέρη
κλεισμένα όλα σε χαρτί με βουλοκέρι

Κλείστηκε ο κόσμος στα στενά και στα σοκάκια
άδραξε η μέρα και ξεπρόβαλαν βραδάκια
ζωγραφισμένα με μπογιά πάνω σε τοίχους
ξεθωριασμένη μοναξιά στον ρου του πλήθους

O ουρανός γαλάζιος και μεγάλος
πρώτο φιλί στο πήρα με το θάρρος
στ' ακροθαλάσσι , βότσαλο το κορμί σου
ναυαγισμένο , στις ακτές του παραδείσου


Με καβάντζα καμμιά

Στα υπόγεια του νού
σε τροχιές ουρανού , περπατάω
Στη ζωή μου ως εξής
πάντα γίνομαι ευθύς , δεν ρωτάω

Με καβάντζα καμιά
προχωράω μπροστά
και περνάω
βολοδέρνω στο φως
πανταχών ταπεινός
περπατάω

Σε φαράγγια στενά
και με χίλια δεινά , τραγουδάω
Αντηχεί η φωνή
με συρμών την βοή , και γερνάω

Δεν υπάρχουν σχόλια: