Γεννημένος νικητής
Όταν τα αστέρια κατεβούν στην γη
όταν η σιωπή γίνει φωνή
όταν θα νιώσεις να αγαπάς
όταν τα κρύα βράδια , ξενυχτάς
Θα είσαι εδώ , θα είσαι παρών
στις συμπληγάδες των καιρών
σαν ποιητής και σαν κριτής
σαν γεννημένος νικητής
Όταν η νύχτα γίνει ένα με την μέρα
όταν ο ήλιος θα μας λέει καλημέρα
όταν οι χαρές γεννιούνται πάλι
και η λησμονιά θα γίνει ζάλη
Γερόντισσα
Είδα βαθιά , μες τις ρυτίδες σου γιαγιά
απέραντη αγάπη , στην γενιά μας
κι όταν σου χάιδεψα , τα κατάλευκα μαλλιά
βρήκα την μοναξιά ,να ξετυλίγεται μπροστά μου.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
την απορία να λουφάζει ,για τις πράξεις των καιρών μας.
Είδα βαθιά , μες τα μάτια σου γιαγιά
άσβηστο πάθος για ζωή.
Γιατί να μην είσαι
Γιατί να μην είσαι , κάποιο φύλλο στο κλαδί
να σε κόψω , να σε κάνω φυλαχτό , μες την καρδιά μου.
Γιατί να μην είσαι , μια σταλαγματιά βροχής
να σε κρατήσω , μες τα δυο μου χέρια.
Γιατί να μην είσαι, ό φτωχούλης τού θεού
να σε αγγίξω , και να σε δώσω την αγάπη μου.
Γιατί να μην είσαι , ένας θάνατος κοινός
δίχως στεφάνια , σε τάφο χωμάτινο.
Γιατί να μην είσαι , ό πιο ώριμος καρπός στην γη.
Γυμνά κορμιά
Στο λιοπύρι μες το θέρος
τα γυμνά κορμιά σαλεύουν
και στ' απάτητο το μέρος
ένα έρωτα γυρεύουν
Αχ κορμιά σαγηνεμένα
σαν νεράιδες στολιστές
στον καθρέφτη είναι φτιαγμένα
με παράδεισου κλωστές
του κορμιού σου οι αισθήσεις
της αβύσσου πινελιές
σαν χαράζουν παραισθήσεις
παιχνιδιάρες , πονηρές
Στο ποτάμι και στην λίμνη
πλένει το άσπρο της κορμί
κει που η αγάπη το ξεπλύνει
και ακμάζει η ορμή
Γυμνός στον κόσμο
Σαν θεατρώνης πάνω στο πάλκο της χαράς
αγγίζω και παίρνω σφυγμούς και όνειρα
αυτή την ώρα η ψυχή μου , σαν παράς
θα βολοδέρνει σε συρτάρια μοναξιάς
Γυμνός στον κόσμο
χωρίς προστάτη
πρώρα φευγάτη
σ' άλλες θωριές
Γυμνή και μόνη
κάθε μ' ελπίδα
στον κόσμο είδα
ανηφοριές
Σαν λιποτάκτης από κέντρο αναφοράς
κάπου χαμένος κι αγναντεύοντας το ζην
τραγούδια φτιάχνω μιας ανέγγιχτης γενιάς
με μελωδίες ανιαρές , της μιας οκάς
Δεν γράφω πια τραγούδια
Δεν γράφω πια τραγούδια
είναι λαβωμένα από τα βόλια των όπλων
απ’ τις ριπές των πολυβόλων
καταμεσής στην θάλασσα
ανάμεσα στα μίση των λαών
Δεν γράφω πια τραγούδια
στο καταχείμωνο , το μαύρο χιόνι
σκεπάζει την ψυχή μου , καταρρακωμένη σκέψη
κι οι άδολες σκέψεις των παιδιών
φιγούρα στο μυαλό μου
Θα ζήσω πάλι
όπως δεν έζησα ποτέ μου
κάτω από το χρυσοκίτρινο φως του ήλιου
σε θάλασσα που το γαλάζιο γίνεται απέραντο
με πράο καιρό , φίλο και εχθρό
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
Δεν τραγουδώ τις λύπες μου
μα τις χαρές προσέχω
τις δένω κόμπο στον βοριά
με αγιασμό τις βρέχω
Δεν τραγουδώ τις πίκρες μου
στην γη που με ανήκει
τις ξαποστέλνω μακριά
στα πλάτη και στα μήκη
Εκεί που παίζουν με θεριά
οι άνθρωποι κρυφτούλι
και τραγουδάν μαζί ξανά
οι αφέντες και οι δούλοι
Δεν τραγουδώ την λησμονιά
παρηγοριά να έχω
παιδί και εγώ , μες τα παιδιά
ανέμελα θα τρέχω
Δεν τραγουδώ στην ερημιά
μονάχα μες τα δέντρα
στης θάλασσας την μοναξιά
στου Ζέφυρου τα χτένια
Δεν χωρά το όνειρο
Ξερή η γη , δίχως χορτάρια
ξερακιανές φιγούρες
στα νταμάρια
Λιτή ζωή με περηφάνια
κι η φτώχεια μπάζει
απ' τα ταβάνια
Μα δεν χωράει τ' όνειρο
στο πατρικό το σπίτι
πατέρας μάννα κι αδελφή
ζούνε σαν το σπουργίτι
Γεννάν χαρές , κλείνουν πληγές
στο φως μοσχοβολάνε
και σαν την σπίθα οι χαρές
την ορφανειά 'βλογάνε
Τάμα παλιό , στο εικονοστάσι
της μοίρας έρμαιο
που 'χει γεράσει
Ψεύτρα φωνή , με παρασέρνει
στης νιότης την ροή
την μαγεμένη
Δημιουργία
Με το ξανθό χρώμα τού σταχιού
χρωμάτισα το πρόσωπο σου
κι έδωσα μορφή στ΄ αγέννητο κορμί σου.
Μες τα παρθένα χέρια σου, άπλωσα την αγάπη
για να την χαρίζεις στους ανθρώπους.
Μες τα θεόρατα σου χείλη
έκρυψα τον έρωτα.
Με το πινέλο μάζεψα, το χρώμα τής νυχτιάς
για να βάψω τα μαλλιά σου.
Μαύρα....Κατάμαυρα.
Για να σε δω μες τον καθρέπτη.
Μήπως είσαι θεά ;
Δεν μπορεί να μην το ξέρω
εγώ πού σ ‘έπλασα
εγώ πού σού ‘δωσα ζωή
μ ’ένα μου άγγιγμα
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου