Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι από ( Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω )

Φυσάει αγέρας βορινός

Έβγα ήλιε , έβγα φως
για να φύγει ο καημός
έβγα ήλιε , έλα ελπίδα
για να φύγει η καταιγίδα

Φυσάει αγέρας βορινός
φυσάει μες την καρδιά μου
και μπάτης καλοκαιρινός
μέσα στα όνειρα μου

Καράβι πάρε κι έλα εδώ
για να σε συναντήσω
το βήμα σου το φτερωτό
να το ακολουθήσω

Δώσε θεέ μου καλοκαίρι
και γαλάζιο ουρανό
θα σε δώσω ένα αστέρι
χρυσοπράσινο αετό



Χαμένο πέναλτι

Θέλω να νικήσω στον πόλεμο αυτό
εχθρούς να θωρακίσω , χωρίς σταματημό
θέλω να εμπεδώσω , ιδέες μαζικές
ποτέ μην τελματώσω , σε νέες απειλές

Χαμένο πέναλτι είν' η ζωή μου
με μια κερκίδα σχιζοφρενή
ξέφρενη κούρσα η φυλακή μου
κλείνω το τώρα στα ειδεχθή

Θέλω να νικήσω , αυτούς που με νικάν
ποτέ να μην λυγίσω σ' απρόοπτα συμβάν
λέω να πάρω ρίσκο , ν΄ αλλάξω τακτική
έτσι κι αλλιώς υπάρχει στον κόσμο ηθική



Χρώματα μοίρασε ο θεός

Δρόμοι χαμένοι απ’ την ομίχλη
μια άπλετη μοναξιά στο παραθύρι
η άνοιξη σε ποιόν να ανήκει
στη μάγισσα που ζει στο παραμύθι ;

Χρώματα μοίρασε ο θεός και συ τα πήρες
ζωγράφισες τους τοίχους , με μπογιές
σημάδι έβαλες του ήλιου τις αχτίδες
ανήμπορος μες του πελάγου τις οργιές

Σπίτια που αγγίζουν τον βοριά
μια λάμπα να φωτίζει το τραπέζι
η άνοιξη θα ‘ρθει κάπως αργά
και τότε αναπαμός και πανηγύρι



Χρώματα του ουρανού

Τα χρώματα του ουρανού
θωριά στα όνειρα σου
δελφίνια παίζουνε κρυφά
στου έρωτα τα μέρη
η κόρη αγκαλιάζεται
στης ερημιάς την βρύση
με μέλι θρέφονται οι θεοί
με θάλασσα οι ξένοι

Με πασχαλιές και με κισσούς
ντύνεται το κορμί σου
στης αγοράς συνάντηση
μέρα λυπητερή
όλου του κόσμου η βουή
μιας στιγμής αντάρα
της ερημιάς κατάνυξη
ο κόμπος στο σκοινί

Το πνεύμα λύνει την σιωπή
και ξημερώνει ο ήλιος
στην καταιγίδα χάνεται
και στην βροχή ξεχνιέται
χώρεσε ο κόσμος μια στιγμή
όλα τα μη και πρέπει
κρύβεται κάθε χαραυγή
και την ημέρα , γνέφει



Ψυχής μου βήματα

Δρόμοι σπαρμένοι απ' το φως του δειλινού
σπίτια δεμένα απ την χάση του καιρού
όνειρα πρόσχαρα....τα βλέπω , με γελούν
πίκρες δυσβάσταχτες κι αυτές με προσπερνούν

Τσίρκο πλανόδιο στην μέση του χωριού
μάγγισες ,ξωτικά ....στην δίνη του χορού
σκέψη που χάνεται..στο βάθος της αγάπης
κρασί που χύνεται σε πέλαγο απάτης

Κάβος απόμερος , τον πνίγει η αρμύρα
έριξα άγκυρα μες την δική μου μοίρα
Ψυχής μου βήματα μποφόρ στ' ακροθαλάσσι
ψέμματα εφήμερα , δαρμένα στο κατάρτι



Ως πότε

Ως πότε θα κρατώ στα χέρια μου
την τραγωδία τής γενιάς μου
και το κατάχλομο πρόσωπο τής νιότης μου
θα κλονίζεται άσκοπα στις συμπληγάδες τού καιρού.

Ως πότε θα βαστώ στα χέρια μου
αντί γι’ ανθούς τα όπλα
και το γαλάζιο των ματιών σου
θα γίνεται για μένα ζωή.

Ως πότε θα νιώθω την πίκρα
να καταλαγιάζει στο στόμα μου
και ή σκλαβιά τής σκέψης
να με παραλύει καθημερινά.

Ως πότε ελευθερία
θα είσαι το πολυτιμότερο αγαθό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: