Καράβι που δάκρυσε
Σκισμένος ο χάρτης , σάπια πυξίδα
κι ο δρόμος της ελπίδας , μελαγχολικός
άνεμος γδάρτης , λερναία ύδρα
σε ένα σκαρί λεηλατημένο , δυστυχώς
Καράβι που δάκρυσε
καράβι που άφησε
τους πόνους του πίσω
Σκαρί που σκούριασε
σκαρί που ούρλιαξε
στον χρόνο θα ρίξω
Γδαρμένα πανιά με ξύλα σπασμένα
σε πορεία μιας ώρας στον θανατά
δεν έχει θεμέλια , δεν έχει ελπίδα
σε πέλαγος ανήλεο , λυσσομανά
Κι ένα φεγγάρι
Μέθυσος ήλιος
βολοδέρνει σ' αγέρα προσμονής
ανέραστος , φίλος
ψυχή πουλάει , μιας δραχμής
Κι ένα φεγγάρι αχ φεγγάρι μακρινό
με παρασέρνει στου ουρανού την νηνεμιά
σ' ένα λιμάνι αχ λιμάνι βορινό
θα ατενίζω των κορμιών την ερημιά
Ψεύτικη η μέρα
εξαργυρώνεται στα δήθεν και τα νά
της μοίρας η σφαίρα
δείχνει τον δρόμο του...μετά
Κλωνάρι ανθισμένο
Έχω στο μυαλό μου έναν γκρεμό
και μια εικόνα μου χαρίζει θλίψη
κουράγιο αποζητώ και λυτρωμό
σαν το λουλούδι που παλεύει να ανοίξει
Κλωνάρι θα γίνω ανθισμένο
και στο καλοκαιράκι θα χαρώ
με μυρωδιές θα έχω απλωμένο
το πείσμα που με κάνει να νικώ
Οι θύμησες γκρεμίζουνε τα τείχη
κι η δύναμη πηγάζει απ’ τον θεό
αυτός που απαρνιέται λήθη
σκάβει και χτίζει το καλό
Κοινός θνητός
Κοινός θνητός
μες το χρυσαφί φως του φθινοπώρου
σε κάβους που χάρτινα καράβια
καθρεφτίζονται απ' την λάμψη των αστεριών
Κοινός θνητός
μες τις αποχρώσεις της πανσέληνου
σε θαλασσόδαρτες θάλασσες , που ο γονιός
προστάζει , θωρεί , αγκαλιάζει
Κοινός θνητός
μες την πλημμύρα των αισθήσεων της ήβης
στις χαραμάδες , εκεί πού ο ήλιος αναδύει την αγάπη
εκεί που η άνοιξη και φέτος θα'ρθει
Κοινωνική αναζήτηση
Λάγνος αγέρας για τους χαρταετούς
μαύρη παντιέρα χωρίς , πορισμούς
ξοδεύει το ζήτω , στο θέτω , προς ζην
στην χώρα του τότε , των πάμε , των μην
Ανέμελη λήξη πορείας στο τώρα
μαζεύω στο χάος , για είναι μου δώρα
η σβάστικα θάφτηκε για πάντα στο χώμα
σοφία μαζεύτηκε στο αίμα πληθώρα
Απρόσμενη πράξη λατρείας , σαν δώρο
δεμένη πισώπλατα μ' ομφάλιο λώρο
ξοδεύει απλόχερα αισθήματα μίσους
γυρεύοντας ρότα , σε νέους αβύσσους
Κοινωνικό γίγνεσθαι
Ο τόπος μου μυρίζει γιασεμί
το σπίτι μου , ανδρείας θαλπωρή
γεννάει βρέφη , σαν δένδρα μεγαλώνουν
κι από αγάπη , τα φύλλα τους απλώνουν
Αν τα κόψεις θεριεύουν
αν τα δέσεις αγριεύουν
αν τα μιλήσεις ημερεύουν
αν τα αγγίξεις γαληνεύουν
Η ζήση μου απανωτή κραυγή
κατατρεγμένη απ’ του χρόνου την ροή
περνάει ποτάμια βουνά κι εμπόδια
ξέφραγα όρια , κι αδέσποτα βόλια
Κόκκινη ζωή
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη κι ή πλάση
ανταύγειες και αποχρώσεις
πλάθουν την νύχτα
πού γλυκαίνει, σαν το παλιό κρασί.
Νοστάλγησα....
το φως τού ουρανού.
Νοστάλγησα το χάδι
πού δεν το ‘νιωσα.....
Κόπηκε στα δυο ή αγάπη.
Χρώματα χιλιάδες
θάμπωσαν τα μάτια μου
μα τον ήλιο και την θάλασσα
αγάπησα πιο πολύ
σύντροφοι μου.
Κόκκινο το φεγγάρι
κόκκινη ή ζωή.
Κόσμε σε ξέρω
Τα λαϊκά τις Κυριακές ακούγαμε το βράδυ
σ’ ένα τραπέζι καπνός κι αλκοόλ αγκάλη
φεύγει ο καιρός και η μοίρα στο σημάδι
ότι μας δένει , είναι το φως μες το σκοτάδι
Κόσμε σε ξέρω και θ’ αναστηθώ
απ’ την αγάπη σου θα ξαναγεννηθώ
Τις μέρες βάζαμε κρυφά τον έρωτα σημάδι
πετάγαμε με σαϊτιές , μήνυμα με πετράδι
λόγια δεν μάθαμε σκληρά ,υψώσαμε σημαίες
και στης ζωής την ζυγαριά , ασήκωτες οι μέρες
Κόσμος ρεφενέ
Χαθήκανε οι θάλασσες
καράβια άλλαξαν ρότα
στην παγωνιά και στον βοριά
στης λησμονιάς την πόρτα
Είναι ο κόσμος ρεφενέ
κάθε στιγμή ολόιδιος
κερνά τσιγάρο και καφέ
στου παραλόγου τον μπερντέ
Αντάμωσαν οι άνθρωποι
στης νύχτας την κραιπάλη
κι ήρθε νωρίς η χαραυγή
με άδειο το μπουκάλι
Κουρσάρος θα είμαι
Στ’ απέναντι μπαλκόνι , βροχή και σκόνη
μια μοναξιά που ξετυλίγεται μπροστά μου
έρημοι δρόμοι κι έρχεται σχόλη
απ’ την δουλειά , κράτα καρδιά μου
Σάββατο Κυριακή όμως θα φύγω
θα πάω μακριά , για λίγο μόνος
θα ταξιδέψω σε απάνεμα λιμάνια
κουρσάρος θα είμαι , σ’ άδεια καράβια
Σ’ ένα μπαράκι ακρινό , καπνός και ουίσκι
λιμάνια πέλαγα , μοναχικές καρδιές
η αγάπη ,αγάπες μου σε πόσους ανήκει
οργισμένη ψυχή μου , μες στις ψυχές
Λεβέντης πάντα ήμουνα
Της πόλης το νερό δεν πρόλαβα να πιω
ούτε και γνώρισα της Σμύρνης τον καπνό
γεννήθηκα σε μια γωνιά κάπου στην Αθήνα
στα χρόνια της υπομονής , υπόγειο και πείνα
Αλήτη δεν με είπανε ,ούτε και γυρολόγο
κράταγα πάντα πισινή δεν ζήταγα τον λόγο
Λεβέντης πάντα ήμουνα και νιος ποτέ αγύρτης
σήμερα , αύριο , ποτέ , να ‘μαι από θύμα θύτης
Μητέρα δεν με βύζαξε , πέθανε μες την γέννα
και πιτσιρίκι εγώ δειλά , ο δρόμος μου αρένα
πόνεσα , πάλεψα σκληρά κι ο κόσμος μου ανήκει
χίμαιρες σπέρνει ο καιρός , και νίκη φέρνει η πίστη
Λιτανεία
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
δεν θα φέρει την βροχή.
Ασπίδες οργισμένων αγγέλων
τις καταιγίδες κρατούν
να μην τις πιει ό ωκεανός
να μην χορτάσει ή γη
στις φλέβες της δροσιά.
Το σύννεφο είπαν οι θεοί
για πάντα θα χαθεί.
Έφτασε ή ώρα τής κρίσης.
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου