Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι από ( Τ )

Τα νεαρά ζευγάρια

Τα νεαρά ζευγάρια, στην πλατεία
για έρωτα μιλούν και αφουγκράζονται
κάθονται μαζί και λέγοντας αστεία
από την ζάλη των κορμιών τούς συναρπάζονται

Προχωράνε μαζί τον δρόμο τής ζωής
νεαρά παιδιά τον δρόμο τούς μοιράζονται
στιγμές διαλέγουνε τον δρόμο τής σιωπής
και στο καυτό φιλί τούς ξελογιάζονται

Τα νεαρά ζευγάρια στην πλατεία
την ώρα τούς περνούν χωρίς ταυτότητα
κι απολαμβάνουν μια νήνεμη ηρεμία
απ΄ των κορμιών τούς την παράξενη οντότητα.


Τα παιδιά

Η αγάπη πλανιέται στους δρόμους
έχοντας παρέα, τ’ αχτένιστα κοντοκομμένα μαλλιά
και τα κοντά παντελόνια, των σχολιαρόπαιδων.
Το παιδιάστικο γέλιο π ‘ανθίζει
στα στόματα τής ευτυχίας, μυροβολεί χαρά.
Το αθώο βλέμμα των παιδιών
Θα ‘θελα να είχα φίλο μου
με την αλήθεια χαραγμένη
στα χνουδιασμένα πρόσωπα τους.

Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
να’ χα στα πόδια μου την νιότη
στο στόμα την αγάπη
Πόσο θα ‘θελα να ήμουνα παιδί ξανά
ό πιο λιλιπούτειος τού κόσμου μας
ή ελπίδα τού μέλλοντος.



Τα παιδικά μου όνειρα

Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή θάλασσα
και τα έριξε στα βράχια να χαθούν
οι μέρες τής χαράς, πέρασαν γρήγορα
στις ερημιές , και στις βροχές , τις χάλασα

Τα παιδικά μου όνειρα, πήρε ή βροχή
και τα έριξε σε πέλαγο, γαλάζιο
τα λόγια πού μου έλεγες, έχουνε χαθεί
τώρα υπάρχει μόνο η σιωπή

Τα παιδικά μου όνειρα, μια φυλακή
πέταξαν μακριά , στον θάνατο
την παιδική μου ευτυχία , δεν την έζησα
την ξέγνοιαστη πορεία , στην ζωή.



Τα χρόνια φεύγουνε

Σε μπλοκ ιχνογραφίας ζωγραφίζω
της παιδικής μου ηλικίας τον ιστό
αυτόν που θ' άθελα να αντικρίζω
στο κάθε διάβα μου , που ακολουθώ

Τα χρόνια φεύγουνε , περνάνε
και μεις χαμένοι στον βυθό
παροπλισμένοι , κολυμπάμε
στης μοναξιάς μας το χτικιό

Στον ρου της ιστορίας , ξεχωρίζω
μιας εφηβείας , απόλυτο κενό
στο δώσε , πάρε , συμβολίζω
δρόμους που πάντα , ακροβατώ



Ταξίδεψε αστέρι μου

Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε στο φως του δειλινού
στην άνοιξη που θα ξεπροβάλει
με βροχή σιγανή και αγέρα αγάλι

Ταξίδεψε φεγγάρι μου
στα ασυνείδητα όνειρα σου
στο φέγγος της μέρας που θα έρθει
στην δύση της μέρας που αντέχει

Έλα φεγγάρι μου , πάρε με
πάρε με μαζί σου , ουρανέ
κάνε με νικητή και ηττημένο
της ιστορίας , Τρώα χαμένο

Ταξίδεψε αστέρι μου
ταξίδεψε φωνής μου λαλιά
τροφή πουλιού σε έχω κρυμμένη
σε κρύπτη , καλά φυλαγμένη



Ταξίδεψε με

Ταξίδεψε με όπου θέλεις εσύ
εγώ θ’ ακολουθώ τα βήματα σου
θα σε σκεπάζω στην βροχή
προστάτης και σύντροφος σιμά σου

Φτερά χελιδονιού θα έχω
και μια καρδιά μικρού παιδιού
κάθε τι που με πονά θ ‘αντέχω
και τις πληγές ενός πρόωρου καιρού

Μα όπου κι αν είσαι θα ‘μαι εδώ
το αύριο το ξέρω πώς ζυγώνει
μετέωρο το βήμα μου κι αργό
ανάστημα ψηλό ορθώνει

Ταξίδεψε με σε μια γωνιά της γης
σ’ ένα μέρος που υπάρχει στα όνειρα σου
κρασί , φιλί , στις νύχτες της σιωπής
κορμί μου , που αγγίζει την σκιά σου

Φεγγάρι μακρινό μου θα ‘σαι
και στυλοβάτης σε μια γη π’ ακροβατεί
στην αγκαλιά μου θα κοιμάσαι
το κορμί σου φως , και ο ήλιος φιλί



Ταξίδι η σκέψη

Ταξίδι η σκέψη σου σε άγονη γραμμή
με καπετάνιο τον καημό και μ’ ένα τσούρμο ναύτες
ξορκίζει τ’ αύριο ποιος ξέρει τι θα ‘ρθει
μπουνάτσες πέλαγα και μάτσα , αυταπάτες

Γέρασε η βάρκα μου μα σίδερο σκαρί
γέρασε ο κόσμος μου , μα τον έχω κλειδωμένο
κρατώ στα χέρια μου το πιο παλιό κλειδί
αυτό που ανοίγει ότι είναι αμπαρωμένο

Ας φύγουμε σε μέρη που πηγαίναμε παλιά
εκεί που η θάλασσα μυρίζει γιασεμί
παρέα θα ‘χουμε της νύχτας τα πουλιά
και την αγάπη , φυλαχτό ως το πρωί



Την λευτεριά μου πόθησα

Σαν σκλάβος στην σκλαβιά αντρώθηκα
κι από τα δεσμά μου ξεπήδαγε το αίμα
από το κρασί τής λευτεριάς μου μερακλώθηκα
και τού δήμιου τα δεσμά ήτανε ψέμα

Πέρασα χίλια εμπόδια κι έζησα
κι από τα μελτέμια τής ψυχής μου ξαναζώ
σκληρή αγχόνη θυμίζεις μέρες που έζησα
μέρες μίσους, πώς ξεχάστηκαν για πάντα

Την λευτεριά μου πόθησα δειλά
πάλεψα για αυτήν, και νίκησα



Της αλήθειας η σιωπή

Στης αγάπης την ψυχή
θα πετάξει ένα παιδί
θα ζυγώσει για να βρει
της ζωής του την πηγή

Θα μιλήσει στον καιρό
για να βρει τον γυρισμό
κι απ’ της Κίρκης την σκιά
πάει να βρει την λησμονιά

Περνάει ο καιρός
μεγάλος χορός
μεγάλος και ο πηγαιμός
Στης νιότης τον ρου
στης άρνης τον νου
ενός καιρού αλλοτινού

Της αλήθειας η σιωπή
θα ‘χε κάτι να μου πει
και με λόγια ένα παιδί
χτίζει κάστρα μες στην γη

Θα καλέσει τους Θεούς
έναστρους και φωτεινούς
θα τους λέει κάθε στιγμή
θα είναι τ’ αύριο ζωή



Της άνοιξης πουλί

Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο
είμαι ένα τίποτα στην γη
μα ότι αγαπάμε είναι ωραίο
και ότι μας αγγίζει την ψυχή

Είμαι της άνοιξης πουλί
σεντόνι στο κορμί σου
ο ήλιος του καλοκαιριού
λουλούδι στην αυλή σου
Είμαι του έρωτα φωλιά
πουλιού πάνω σε σύρμα
του καραβιού η Παναγιά
προστάτης μες στο κύμα

Δεν είμαι πρίγκιπας μεγάλος
είμαι φτωχούλης τόσο δα
είμαι του έρωτα το κάλλος
σε μια αγάπη που αρχινά



Της ευτυχίας η ζαριά

Σε μια κουβέντα ....δύο λυγμοί
της δυστυχίας στεναγμοί
κι απ' της χαράς αντίκρισμα
της μοναξιάς το στοίχημα

Μια τουφεκιά...δυο οι νεκροί
γυρεύει ο κόσμος μια σκεπή
αποκομμένος περπατά
ψάχνοντας νά'βρει συντροφιά

Της ευτυχίας τη ζαριά
της σωτηρίας τη ψευτιά
του ψέματος τη ζυγαριά
όλα τα ρίχνω στην φωτιά



Της φυλής μου το μοιραίο

Μείνανε λίγοι , το δώμα πληκτικό
εργάτες και κολίγοι τους χώρεσε το σπιτικό
Εκεί δεν μπλέκει η νύχτα
στο φως της μέρας
και φωτιά μερώνει η πίκρα
στο μερτικό που δίνει ο αγέρας

Χώρεσε η οικουμένη
αυτά που έχω φυλάξει
και μες τους πάπυρους γραμμένη
ότι δεν έχουνε ρημάξει

Χάρος που μπάζει από παντού
μα απ’ το παράθυρο προβάλει το Αιγαίο
και με πανάρχαιο πασπαρτού
κλειδώνω της φυλής μου το μοιραίο



Το δωμάτιο

Έχω ένα δωμάτιο
στην άκρη του αγέρα
ο ήλιος το μοιράζεται
ή νύχτα και ή μέρα
Πίνουν μαζί μεθούν μαζί
μοιράζουν τις χαρές τους
γλεντοκοπάνε στην ζωή
κι ενώνουν τις ψυχές τους

Μα η μοναξιά το δωμάτιο θυμάται
και τ’ όνειρο στερεύει και κοιμάται

Έχω ένα δωμάτιο
στον ήλιο που προβάλει
χαρά γεμίζει το πρωί
σαν φεύγει το φεγγάρι
Βλέπει την θάλασσα από κει
τούς γλάρους μες το κύμα
κι ανάβει φώτα η ζωή
στο κάθε της το βήμα



Το πέρασμα

Το πέρασμα δεν θα ΄ναι μακριά
πορεία μες το άβατο του χρόνου
κρατώντας λάφυρα του κόσμου
παιδί που ξεγελιέται με αυτά

Η δύση θα προβάλει λίγο αργά
κλεισμένη μες τα απόκρυφα της νιότης
κλονίζει τ' άστρα στον χορό της
ελπίδα σπέρνει και πουλά

Το κόκκινο φεγγάρι ξεγελά
και ντύνεται στα χρώματα που λάμπουν
εσώψυχα το ρούχο του το ράβουν
οι νιές , με ράφτρα δανεικά



Το πιο όμορφο στην ζωή μου

Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι ένα χαμόγελο στα χείλη σου
ένα μπουκέτο λουλούδια στα χέρια σου
είναι η φύση που χαϊδεύει τα κορμιά μας
ο αγέρας , και η μυρωδιά των λουλουδιών

Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μας
είναι να ακούω την φωνή σου κάθε μέρα
να με λες κάθε πρωί μια καλημέρα

Το πιο όμορφο πράγμα στην ζωή μου
είναι τα χελιδόνια που έρχονται τη άνοιξη
την ζωή μου που αναπολώ με κατάνυξη
είναι η ζεστασιά του κατακαλόκαιρου
προσμένοντας το κρύες νύχτες του χειμώνα



Το πλοίο της γραμμής δεν θα περάσει

Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τις πύλες τού ορίζοντα, τής θάλασσας
μες από το χρυσοπόρφυρο φως τού φεγγαριού
μες από τις ανταύγειες, των μακρινών φώτων.

Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
κάτω από τον απροσπέλαστο ήλιο τού μεσημεριού
μακριά, από τις φωσφορίζοντες νυχτερινές σκιές
των αγόνων νησιών, τ ‘αρχιπελάγου

Το πλοίο τής γραμμής δε θα περάσει
από τού Αιγαίου, τ ‘απάνεμα λιμάνια
το πλοίο τής γραμμής, ποτέ δεν θα φτάσει
στα καταγάλανα τής ψυχής μου νερά.



Στο χωριό

Μεσάνυχτα Σαββάτου , ξανάρθα στο χωριό
η αγκαλιά γεμάτη , κοπέλες ένα σωρό
και εγώ με τα καλά μου , ξορκίζω το κακό
πεντ' έξι μέτρα χώμα , μ' ευλάβεια κοιτώ

Κι είναι όλα μαγικά όπως και πρώτα
τα παιδικά μου χρόνια , δεμένα με κλωστή
με μια βλαστήμια , σκεπασμένη απ' τα φώτα
ακροβατώ στης λήθης , το σχοινί

Μεσάνυχτα Σαββάτου , κι είναι όλα ίδια
ο καφενές , το πατρικό , φέγγει ξανά
ένας αγέρας παρασέρνει στα σκουπίδια
όλα τα όνειρα , στης πλάσης ζυγαριά



Του γάμου

Γεννήθηκα χωρίς σκεπή
παιδί με αδειανή , την τσέπη
η μοίρα μ’ έφερε η καλή
να νιώσω της αγάπης , μέθη

Γλεντά ο γαμπρός κι η θυγατέρα
γλεντά ο κόσμος κι ο ντουνιάς
γίνεται γάμος εδώ πέρα
ανήμερα της Πασχαλιάς
Βάζει το άσπρο νυφικό της
η νύφη που φυλλόρροει
γαμπρό να δη στο πατρικό της
ρίζα η αγάπη κι η στοργή

Γεννήθηκα σε μια στιγμή
στου λαβωμένου αγέρα , σκέπη
κατάρτι φύτεψα στην γη
και μια καρδιά να με προσέχει



Τσιγάρο άφιλτρο

Σ’ ένα δωμάτιο γυμνό
με χαλασμένο τον καιρό
με εκδικείσαι
Το έχω ρίξει στο ποτό
και με τα δήθεν και λοιπόν
να προσποιείσαι

Τσιγάρο άφιλτρο μ’ έχεις κεράσει
και με τα λόγια τα σκληρά μ’ έχεις δικάσει
ένοχο μ’ είπες
Παιχνίδι έπαιξες σχεδιασμένο
από καιρό να μ' έχεις νικημένο
θύμα σου μ' είχες

Στο κομοδίνο το παλιό
φωτογραφίες χίλιες δυο
τις έχεις πάρει
Που να βρω τόπο να σταθώ
σε ποια γωνιά να κοιμηθώ
χλωμό φεγγάρι

Δεν υπάρχουν σχόλια: