Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι απο ( Α)

Αγάπη

Τον άνεμο παρήγγειλα
να φέρει την αγάπη
να την σκορπίσει άπλετα
στου ορίζοντα τα πλάτη
Να της το λέει σιγανά
ψιθυριστά στ’ αυτί της
αγάπη που δεν νοιάζεται
δεν νιώθει την ψυχή της

Ζυγώνει μια και δυο φορές
μέσα στο καλοκαίρι
και στις βουνίσιες τις κορφές
χαϊδεύει το αγέρι
Χτίζει σπηλιές στην θάλασσα
η αγάπη να φωλιάσει
και στου πελάου την απλωσιά
τον κόσμο ν ‘αγκαλιάσει



Αγάπησα την γη

Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού την δουλεύουν, μ’αξίνες και τσαπιά.
Αγάπησα την φύση την ζωή
τα δέντρα, τα χωράφια, τα σπαρτά.

Αγάπησα την γη
κι αυτούς πού ποθούν , το αύριο πού θάρθει
Αγάπησα τον ήλιο και την θάλασσα
το φέγγος της ημέρας , τον μόχθο του εργάτη.

Αγάπησα την γη
κι όλα τα ζώα τού πλανήτη, τα πουλιά.
Αγάπησα το θάρρος , την στοργή
τούς φίλους, τούς γονείς μου , τα παιδιά.



Άδειες οι μέρες

Με φορτηγό στην εθνική
χαράματα γυρνάω
μες την ομίχλη, στην βροχή
την νύχτα βλαστημάω
Τα αποτσίγαρα σωρό
και ο καπνός ζαλίζει
ότι απόμεινε εδώ
η νύχτα το γκρεμίζει

Οι άδειες μέρες μου
οι κρύες νύχτες μου
τα όνειρα μου ακροβατούν
Στ' άδειο κρεββάτι μου
γυμνό το δάκρυ μου
τα χρόνια μίζερα , πονούν

Σαν επιβάτης σε σταθμό
θα περιμένω ώρα
χωρίς πυξίδα θα 'μαι εδώ
στο σήμερα στο τώρα
Βαγόνι άδειο και στενό
για σπίτι μου το είδα
κι έπεσα για να κοιμηθώ
σε άλλων την πατρίδα



Αηδόνι στο κλουβί

Ένα αηδόνι στο κλουβί
λαλιά δεν βγάζει..άχνα
την άνοιξη την καρτερεί
καλοκαιριού την κάφτρα

Ποτέ του δεν μοιρολαλεί
στην γη και στο φεγγάρι
ποτέ δεν ξέρει να ποθεί
του χρυσαφιού την χάρη

Χρυσάφι είναι η λαλιά
χρυσάφι η ανδρεία
σταράτη η κάθε του μιλιά
πηγάζει γοητεία

Ένα αηδόνι είναι νιος
και κάθε νιος λεβέντης
κει που πετά ο αϊτός
νιώθει κι αυτός αφέντης



Αιγαίου ζωγραφιά

Αιγαίου ζωγραφιά έχω δικιά μου
το πέλαγος που ορθώνεται μπροστά μου
δελφίνια με κοιτάζουν και γελούν
ψαράδες απ’ την πλώρη τα ‘βλογούν

Αιγαίου ζωγραφιά μ’ έχεις μαγέψει
στην θάλασσα στο κύμα έχω τρέξει

Μήλος και Πάρος μοναξιά μου
Φολέγανδρος μες την καρδιά μου
καΐκια μύρια τα όνειρα μου
γλάρος σε κατάρτι η μοναξιά μου



Αμήν

Λαβωμένα φτερά
και μια καρδιά σ’ ένα σχοινί
ν’ ακροβατεί
Ξεπερασμένη γενιά
που με λόγια, προσπαθεί
κάτι να πει

Αμήν
στους φίλους που λακίσανε
σε όνειρα που χτίσανε
στις πέτρες και στην άμμο
Αμήν
σε ιδέες και μηνύματα
σε αληθινά διλήμματα
στην άσφαλτο επάνω

Αρρωστημένος βουβός
και ένας δρόμος , σκυφτός
με οδηγεί
Στις συμπληγάδες του νου
τους ουρανούς του , αλλού
αναζητεί



Αναδυόμενη φωνή

Για ένα κορμί δεν θα μιλήσω
ένα κορμί θα το αφήσω
στην σκιά του φεγγαριού
στην δροσιά του πρωινού

Αναδυόμενο κορμί
ψυχή μου κρεμασμένη σε κλαρί
αναδυόμενη φωνή
βγάζει κραυγές μες την βροχή

Μες την σιωπή θα περπατήσω
και τους ανθούς σου θα τρυγήσω
στο φως του δειλινού
στην ηχώ του κεραυνού



Ανάμνηση

Λίγο κρασί μέσα στην πήλινη κανάτα
πικρό ψωμί πάνω στο ξύλινο τραπέζι
ένα σταφύλι να διψάσεις να το πιεις
μία αγάπη νοσταλγία μιας ζωής.

Ξανθό σιτάρι μες τού κάμπου την γυαλάδα
να κι ή βροχή πού θα μας φέρει μοναξιά
πάει το φθινόπωρο , κιτρινισμένα φύλλα
πώς με αγγίζουνε στην άδεια μου καρδιά

Άδειο φεγγάρι στην μονότονη την πόλη
και γύρω ό άνεμος π ‘ουρλιάζει δυνατά
χάθηκε ή αγάπη από τα μάτια μου και πάλι
τώρα γυρίζω μόνος μου στην ερημιά.



Αναπόληση

Στο πέτρινο σκολειό , μάθαμε γράμματα
χτίζαμε ιδέες κι όνειρα τα πρωινά
βοριάς φυσούσε , κι έπαιρνε τα οράματα
και τα πετούσε άσπλαχνα σαν τα χαρτιά.

Στο ήσυχο χωριό, αγαπηθήκαμε
μες την γαλήνη, πού ή θάλασσα σκορπά
στην αγκαλιά τής φύσης, πλανηθήκαμε
πλάι τής ζήσαμε φτωχά.



Ανθρώπου εικόνα

Με άρωμα από γιασεμί
η μέρα μας κυλάει
στου παραδείσου την αυλή
τον έρωτα φυλάει
Φυλάει το φως των αστεριών
την λάμπα στο τραπέζι
και στις σπηλιές των αετών
τυλίγει την ανέμη

Βλέπει μπροστά την θάλασσα
το πέταγμα του γλάρου
και χαιρετά την απλωσιά
του ξεβαμμένου φάρου

Με έναν ήλιο απ’ το πρωί
και μες το καλοκαίρι
μια εικόνα ανθρώπου τραγική
μου κράτησε το χέρι
Κρατά στον ώμο του σταυρό
και μου ‘πε για τα πάθη
της θείας δίκης ερχομό
απ’ τα δικά του λάθη



Απάνθισμα ψυχής

Αποκομμένος απ’ όλους και όλα
στην θλίψη μου μοιράζω στιχάκια
ταξιδιώτης στην ίδια μου χώρα
μοιρολάτρης , σε χρόνια φαρμάκια

Καρδιές μου η καρδιά μου απορεί
τόσα χρόνια θλίψη , μοιράστηκε χθες
τα πόσα πέρασε δεν τα μπορεί
το αύριο θα είναι καλύτερο, λες

Θα έρθουν καλύτερες μέρες
το σπίτι θα γεμίσει αγάπη
και στου καλοκαιριού τις χαρές
νερό θα είσαι και αλάτι


Απολογία

Ο Αίολος αφήνει τούς ασκούς τ ‘ανέμου
να τρέξουν σε ονειρεμένους τόπους
εκεί πού ούτε ζωγράφος δεν αποθανάτισε
την πεδιάδα και τούς μαγεμένους λόφους.

Πέρα στην λίμνη πού καθρεφτίζει το βουνό
χιλιάδες άγγελοι εξυμνούν την φύση
σε αυτή την γη θα είχα γεννηθεί και εγώ
αν ό Αδάμ το μήλο είχε αφήσει.

Τού Οδυσσέα το ταξίδι κάνω και εγώ
τάχα για να ‘βρω την δική μου Ιθάκη
όμως ή μοίρα των ανθρώπων πιο σκληρή
κατάδικοι για των προγόνων τούς τα λάθη.



Απόψε θα 'θελα να βγω

Βαρέθηκα μες την βροχή
απόψε λέω να πετάξω
στους ουρανούς να φτάσω
Βαρέθηκα τα χωρατά
της μοίρας μου τα ιδανικά
απόψε θα τ' αλλάξω

Απόψε θα 'θελα να βγω
με φίλους στο πλευρό μου
να μπει η άνοιξη ξανά
απ΄το παράθυρο μου

Θυμήθηκα κάτι τρελό
κι είπα να φύγω πάλι
στης νύχτας την κραιπάλη
Πεθύμησα κάτι χαρές
κι είπα να έχω συντροφιές
θάλασσες και φεγγάρι



Αρμύρα ίσον θάνατος

Χαθήκανε οι θάλασσες
χάθηκαν τα καράβια
και στου μυαλού την ερημιά
μισόκλειστα τ' αμπάρια
Παίζουνε πρέφα οι ναυτικοί
χωμένοι μες το αγιάζι
και με τον θάνατο σιμά
περνάνε το μπουγάζι

Αρμύρα ίσον θάνατος
ζωή ίσον μουράγιο
ρότα σε χρόνο φονικό
στις θάλασσες του αύριο

Νεύμα που δίνει ο βοριάς
και ο νοτιάς καπάκι
ψεύτης απόγειος ντουνιάς
για μιας δεκάρας δάκρυ
Βαρδάρης όρμηξε νωρίς
στου ουρανού τα σβόλια
καθάρισε κι ο ουρανός
απ' του καιρού τα βόλια



Άσπρη μπογιά


Άσπρη μπογιά της ζωής μου χαρά
αγάπες που βαδίζουν σ’ άλλη τροχιά
κάμποι κι ελιές , ξανθές πινελιές
εικόνες και όνειρα , θαμμένα στο χθες

Λόγια σκληρά , αλήτες παιδιά
αγόρια που λιάζονται στην παγωνιά
στημένη παρτίδα, στης μοίρας χαρτιά
γιατρειά η αλήθεια γιατρειά κι η ψευτιά

Φλεβάρη κι Απρίλη δεν θα ‘χει βροχές
μια σταύρωση σήμερα , χωρίς ενοχές
γιομάτος ο ήλιος , ηλιοκαμένα κορμιά
του Αυγούστου η μπόρα , μεστή ζωγραφιά



Αχ βρε ζωή

Προσπαθώ να γράψω δυο στιχάκια
να σου πω από καρδιάς το σ’ αγαπώ
στου μυαλού μου τα νωχελικά βραδάκια
σε δωμάτιο βυθισμένο στον καπνό

Είναι οι μέρες βροχερές
χάρτινες είναι κι οι χαρές
τις Κυριακές
Τ’ αστέρια στήσανε γιορτή
στην αγκαλιά σου ως το πρωί
αχ βρε ζωή

Προσπαθώ να σβήσω ότι θυμάμαι
στις σάπιες μέρες , βουτηγμένες στο κενό
τις αιτίες ψάχνω και φοβάμαι
ότι πάντα θα σε συγχωρώ



Αχ πατρίδα μου

Ανάμεσα Άνδρο και Τζιά
γνώρισα μια κοπελιά
είχε τα μάτια της μελιά
και τα μαλλιά της χρυσαφιά

Μιλήσαμε για το νησί
που ‘χε καιρό να πάει εκεί
χώρες κι αν πέρασε πολλές
τίποτα δεν είναι όπως χθες

Αχ πατρίδα μου ,νησί η καρδιά μου
λαχταρά το χώμα ,θάλασσα τα όνειρά μου.
Αχ πατρίδα μου , φωτιά που σιγοκαίει
κι ένα πέλαγος τραγούδια θα μου λέει

Ανάμεσα Τήλο και Σύμη
και κάπου εκεί στην Σαντορίνη
γνώρισα ναύτη στην στεριά
ανάθεμα την ξενιτιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: