Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Ποίηση - Τίτλοι από ( Ο-Π )

Ο γυρισμός του Οδυσσέα

Οδυσσέα τι θαρρείς
πώς ή Ιθάκη θα ’ναι πάντα στην καρδιά σου
μην γελιέσαι , το ταξίδι τού γυρισμού
δεν θα περάσει από την Χάρυβδη.

Οδυσσέα τί θαρρείς
πώς τα παιδιά σου, καρτεράνε να γυρίσεις
ξέρουν κι αυτά πώς θα γλυτώσεις
από τού Κύκλωπα Πολύφημου το μάτι.

Οδυσσέα μην θρηνείς
για τούς συντρόφους σου πού έχασες στην μάχη
γκρίζα ή οργή σου, μα κυριεύει τα θεριά
κι ανοίγει δρόμους , σε όλης τής γης τα πλάτη.

Οδυσσέα τι θαρρείς
θα βρεις γαλήνη, σαν γυρίσεις στην Ιθάκη
σ’ άλλους πολέμους θα μπλεχτείς.
Σειρήνες γύρω σου θα τραγουδάνε
Οδυσσέα , ξέχνα για πάντα την Ιθάκη.



Ο δρόμος του φεγγαριού

Αγνόησα το χάδι
τα όνειρα , το βράδυ
την μέρα που μου γέλασε λιγάκι
Αγνόησα την λήθη
το σούρουπο στην δύση
και έναν ήλιο που παίζει σαν παιδάκι

Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλού κοιτάζει
και αγκαλιάζει την μοναξιά
Ο δρόμος του φεγγαριού
αλλιώς μετράει
την δίψα της ψυχής και την χαρά

Δεν μέτρησα τα χρόνια
στα άδεια μου σεντόνια
μια άνοιξη μου κρατάει συντροφιά
Δεν γνώρισα φεγγάρια
η νύχτα μου καθάρια
μοιράζεται την άδεια μου καρδιά



Ο θρόνος του φεγγαριού

Ο θρόνος του φεγγαριού είναι ψηλά
βλέπει λαγκάδια και βουνά
βλέπει αυτά που δεν θα'θελε να δη
νεκρούς βλαστούς μέσα στην γη

Το βλέμμα της Παναγιάς μ΄ ακολουθεί
εκεί που άνθρωποι απόμαχοι στην γη
χτίζουν στον ήλιο , χωμάτινα δρομάκια
στα έρμα χωριά , λουσμένα με σαράκια

Ο δρόμος του εσπερινού είναι μακρύς
κατηφορίζει στην δύση της ζωής
κατατροπώνει των ανέμων ξωτικά
και ξόρκια απ' της ύλης τα φρικιά



Ο πιο μεγάλος δρόμος

Μες του μυαλού μου την σιωπή
τα μάτια σου τα είδα
τα φίλησα τα λάτρεψα
πριν έρθει η καταιγίδα

Κι αν δεις τον κόσμο μια σταλιά
κι αν βλέπω εσένα μόνο
μια ζωγραφιά μια πινελιά
ξεφτίζει απ’ τον χρόνο
Κι αν πέσουν χίλιοι κεραυνοί
και χάθηκε ο χρόνος
θα είναι η αγάπη αληθινή
κι ο πιο μεγάλος δρόμος

Σε μιας αράχνης τον ιστό
τυλίγεις το κουβάρι
κι απλώνει μέσα στην νυχτιά
της πίκρας το ντουμάνι



Ο τόπος που με γέννησε

Σ’ ένα δωμάτιο υγρό
αποκομμένο απ’ τον καιρό
κι από τον κόσμο
Δεν μπαίνει μέσα ο βοριάς
και το φυλάει ο χιονιάς
από τα ξένα

Ο τόπος που με γέννησε
κοιτάζει το φεγγάρι
και μες το χώμα του κρατά
ανθούς μες τον Γενάρη
Ο τόπος που με γέννησε
της νιότης μου η σκέπη
εκεί η ψυχή μου ξαγρυπνά
στης λησμονιάς την σκέψη

Σ’ ένα κουτούκι ταπεινό
οι σκέψεις μπαίνουν στο μυαλό
από την πόρτα
Θύμησες είναι φυλαχτό
και με σινιάλο αυστηρό
θ’ αλλάξω ρότα



Οι ναυτικοί

Βαθύ γαλάζιο θα ‘ναι μια αγάπη
απέραντη.... ερωμένη ή θάλασσα
πού από τον αφρό τής αναδύει, καινούργιους κόσμους.
Ανίκητη επιθυμία το ταξίδι σε χώρες τροπικές
μα κι ή γενναία ψυχή, τα δάκρυα σκουπίζει
σε στιγμές πού ή θύμηση ορίζει.
Καλότυχε ναυτικέ...άξιε ταξιδευτή
μπροστάρη στους κινδύνους π ‘αλαργεύουν
δικαία αγναντεύεις νέους ορίζοντες.
Μα κι αν χιμήξουν οι αγριεμένες θάλασσες
πάνω στα δουλεμένα τα σκαριά
τ ‘αντρειωμένα τα κορμιά, ορθά
παλεύουν τα στοιχειά τής φύσης.
Κι αν έρθει ό θάνατος
πάρε τον θάλασσα γλυκά , τον ναυτικό
στον ατελείωτο βυθό σου.



Οι ονειροπόλοι

Στο απομεσήμερο
κλειστό το παραθύρι
η άνοιξη έβγαλε ανθούς
ο ήλιος έχει γείρει
Η πόλη τώρα ξαγρυπνά
με μάτια φλογισμένα
τίποτα πίσω δεν γυρνά
είν’ όλα μαγεμένα

Κει που πατά ο άνθρωπος
έχουν πατήσει κι άλλοι
μαζί πορεύονται οι εχθροί
μαζί κι οι ονειροπόλοι

Στο κατακαλόκαιρο
άναψανε τα φώτα
θα έχει γλέντι ο ντουνιάς
μες της αυγής την πόρτα
Θα ‘ρθουνε φίλοι να με δουν
αντάμωση να κάνω
αυτό που δένει τα παλιά
να ζήσω ως να πεθάνω



Όνειρα...μέρες

Με μέτρα και σταθμά
και στης ζωής μου τα ρηχά
τσαλαβουτώ
Δένω τις λύπες με σκοινιά
κι ακροβατώντας σε αυτά
μνήμες ζητώ

Όνειρα μέρες , καταγής
και στην ζωή μου ως εξής
να εξηγώ
Τι είναι αυτό που με κρατά
και των χεριών μου τα δεσμά
σπάν τον ζυγό

Με νόμους και με αντοχές
και με ανίσχυρες ιαχές
να τι ζητώ
Μια σπίθα γη για να κρυφτώ
και στου κελιού μου το κενό
να ονειρευτώ



Ότι αγαπώ είναι ακριβό

Δεν γουστάρω τους πια τους μάγκες
τους βαρέθηκα και εγώ
μια ζωή με αυταπάτες
να ξορκίζω το κακό
Δεν γουστάρω πια τους θύτες
γιατί θύμα είμαι και εγώ
ξωτικά φρικιά κι αλήτες
δεν σας θέλω , δεν μπορώ

Θέλω μια εκεχειρία , να γεμίσω το μυαλό
θέλω να ’χω ευκαιρία στο καλό και στο κακό
δώσε μου μυστρί και λάσπη
για να φτιάξω απ’ την αρχή
όσα δίνω στον καθένα
και στην ίδια μου ζωή

Δεν γουστάρω δήθεν κι έτσι
δεν γουστάρω τα κοινά
γιατί ότι μου αρέσει
θα με βγει πραγματικά
Χρόνια μίση χρόνια λάθη
βρε ας πάνε στο καλό
γιατί ότι εγώ χρωστάω
πάντα θα’ ναι ακριβό



Παιδί χωρίς φτερούγες

Παιδί χωρίς φτερούγες
έχεις τα μάτια , καρφωμένα στο φεγγάρι
γνέθεις στο κάθε βραδινό
και αγκαλιάζεις τους πλανήτες μ’ όλο χάρη

Έχεις στο βλέμμα σου αστραπή
και στην φωνή σου μια βροντή
που διατάζει
Μητέρα σου και αδελφή
είναι ο ήλιος κι η βροχή
που σ’ αγκαλιάζει

Παιδί χωρίς φτερούγες
αυτή η αθώα σου ψυχή δεν έχει τέλος
πίνεις τ’ αλάνθαστο νερό
και ξενυχτάς ως την αυγή μέσα στο θέρος



Πάμε να φύγουμε

Η αγάπη άγγιξε του ήλιου το στεφάνι
στην μοναξιά μου ένα ολόγιομο φεγγάρι
η απουσία σου κοστίζει μια ζωή
από τα χέρια σου μάζεψα την ζωή

Απ’ της ψυχής σου το παράθυρο κοιτάζω
όλο τον κόσμο τον κοιτώ και αναστενάζω
είναι η πλάση μες τα μάτια τα δικά σου
άγγιγμα , χάδι είναι όλη η χαρά σου

Πάμε να φύγουμε σε μέρη μακρινά
ένα αστέρι θα μας φέρει πιο κοντά
ένα τραγούδι θα σου πω απ’ την καρδιά μου
να στο χαρίσω μέσα απ’ τα σωθικά μου

Φεγγάρι απλώθηκε στης νύχτας την σκιά
ήρθε γιομάτο να με κάνει συντροφιά
το κάθε βλέμμα σου μ’ αγγίζει μια ζωή
δώσε σε μένα την κάθε σου στιγμή



Πανέμορφη φύση

Τα λιόδενδρα , τα στάχυα χόρεψαν
απ’ τον χορό των μελισσών
ρυάκια και βρυσούλες λάλησαν
σε ήχο διαπασών

Παντοδύναμε …είναι πανέμορφα έξω
στην φύση που την ρουφώ , και την σπλαχνίζομαι
τον ήλιο να ορίσω , την χαρά μου ν’ αντέξω
την γη αυτήν που βρήκα , δεν την χωρίζομαι

Βυθός κι ο γιαλός , αντάμα
στιλπνό κομμάτι μάλαμα
ολόκληρη η θάλασσα μια αλάνα
κι ένα φεγγάρι ως το χάραμα



Πόθος

Αν ή ομορφιά γεννιέται
μ ‘ένα χρυσοπράσινο φύλλο τού φθινοπώρου.
Αν ή αγάπη δεν κρυφτεί
μέσα στον ορίζοντα τού κόσμου
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε το φεγγάρι, θα είναι απόψε μεγαλόπρεπο
και οι άνθρωποι , δεν θα κρύβουν την μορφή τους στο σκοτάδι.

Αν ή αλήθεια δεν πατηθεί
από τις τρισδιάστατες πατημασιές των ψευτών.
Αν ή αγάπη δεν σβήσει
με τις γομολάστιχες των κακών
τότε ή ζωή θ’ ανήκει, σ’ αυτούς πού την ποθούν
τότε ό ήλιος θα φτάσει ίσα με κει
για να γιατρέψει , τα λαβωμένα φτερά των περιστεριών



Ποτάμι ο έρωτας

Ποτάμι ο έρωτας βαθύ
χύνεται μες το σώμα
του νιού που ξέρει ν’ αγαπά
προσμένοντας στο δώμα

Θα ‘ρθει η αγαπημένη του
τ ‘αστέρι της ζωής του
και φεγγαρένια θα γεννεί
στον δρόμο της ψυχής του
Πνίγει ο αγέρας στη σιωπή
κραυγές του πόθου θρόες
κορίτσια νιές την χρυσαυγή
πεντάμορφες , αθώες

Σβήνει τ’ ανέμου η πνοή
στο στολισμένο στρώμα
σε πούπουλα ολομέταξα
χορεύουν ως το γιόμα



Πουλάκι πιάνομαι

Πουλάκι πιάνομαι , αγέρα δέρνω
την φύση γεύομαι , το χώμα παίρνω
ρίχνω στην πέτρα μια σπρωξιά , χαϊδεύω το ποτάμι
στις ρεματιές παντρεύομαι , και στο νεράκι σπέρνω

Πόρτα π’ ανοίγεις μην την κλαις
θα μπει ο ξένος μέσα
θάλασσες φτιάχνει , ο χορός
με λεβεντιά και μπέσα

Τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
βάφω το σπίτι θαλασσί
τρυγώ σταφύλι , πίνω κρασί
άγκυρα ρίχνω στην ζωή



Προσγειώσου

Ξυλάκι παγωτό μες τον χειμώνα
μ' αμάνικο μακό σε σκούρο χρώμα
τι λες ρε φίλε πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά

Προσγειώσου στο σήμερα
άσε το αύριο μετά
μην φλιπάρεις , πιο ήμερα
η ζωή μας προχωρά
Δες το τώρα κι ανάρρωσε
πες το ναι , έστω και αργά
ότι φθάνει , μας άφησε
η ζωή που προχωρά

Με μάλλινο παλτό στο καλοκαίρι
τις νύχτες σου τις κάνεις μεσημέρι
τι λες ρε φίλε , πηγαίνεις καλά
μήπως νομίζεις , είσαι ψηλά



Πρωινή περιπολία

Το θαλασσί καπέλο που φοράς
στο άγγιξε ο γλάρος
ο λίβας του καλοκαιριού
κι η δίψα του μεσημεριού

Πρωινή περιπολία καϊκιών
μες το λευκό κορμί σου
νυχτερινή ακολουθία μετ' υμών
στην δίνη της ψυχής σου

Λευκό το φόρεμα στο φως
το σέρνουν οι αχτίδες
του χρυσαφένιου ήλιου του Μαγιού
στην ώρα του αποχαιρετισμού



Πώς να σου κλέψω την καρδιά

Πώς να σου κλέψω την καρδιά
με μια άγρια φράουλα τού δάσους
να σ ‘αγαπήσω , να σε λούσω
με το νεράκι τής πηγής.

Πώς να στολίσω τα μαλλιά σου
μ ‘όλα τα κρίνα τού Απρίλη
να σ ‘αγαπήσω , να σε ντύσω
μ ‘όλο μετάξι και πετράδια

Πώς να σού κλέψω την καρδιά
μ ‘ένα τριαντάφυλλο στο στήθος
για ν ‘αγαπήσεις όλη την φύση
να την γευθείς παντοτινά

Πώς να χαρίσω στην μορφή σου
όλου τού ήλιου την γυαλάδα
να σ ‘αγαπήσω , να σου δώσω
του αγριομελισσιού το μέλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: